Με την διατύπωση Σφαγή του Αιγάλεω (άλλως "Ολοκαύτωμα του Αιγάλεω" ή και "Μάχη του Πυριτιδοποιείου" παρότι σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις δεν προηγήθηκε μάχη), έχει γίνει γνωστή και έχει καταγραφεί η δολοφονία
τουλάχιστον 65 αθώων και αόπλων κατοίκων της συνοικίας του Αγίου Γεωργίου Αιγάλεω, από τις δυνάμεις των Γερμανών κατακτητών, στις 29 Σεπτεμβρίου του 1944. Κάποιες άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών σε εκατό[1][2] ακόμη και σε 150[3], ενώ στο χώρο της θυσίας (επί της σημερινής λεωφόρου Κηφισσού, στο ρεύμα προς Πειραιά) ο δήμος Αιγάλεω έχει τοποθετήσει μνημείο στο οποίο τελείται κάθε χρόνο επιμνημόσυνη δέηση. Μνημείο για το συμβάν υπάρχει, επίσης, εντός του χώρου του Γ΄ Νεκροταφείου Αθηνών[4]. Ως αιτία της σφαγής, αναφέρεται προηγηθέν επεισόδιο μεταξύ Γερμανών στρατιωτών και εμπροσθοφυλακής του Ε.Λ.Α.Σ., το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό δύο Γερμανών αξιωματικών.
Ο Αιγαλιώτης Αντιστασιακός και συγγραφέας Νίκος Μιχιώτης κατέγραψε όλο το χρονικό στο βιβλίο του με τίτλο "Χρέος Τιμής", ενώ παράλληλα ξεκίνησε έναν αγώνα για την πλήρη διαλεύκανση του συμβάντος και την απόδοση ευθυνών στο γερμανικό κράτος, το οποίο ουδέποτε πλήρωσε για την ηθική αποκατάσταση των θυμάτων και των συγγενών τους.
Τον Αύγουστο του 1944 ο Γιάννης Μπατζακίδης, μέλος του ΚΚΕ και πολιτικός καθοδηγητής του ΕΑΜ, εκλέγεται δια βοής δήμαρχος Αιγάλεω έπειτα από ανοιχτή λαϊκή συνέλευση των κατοίκων στην Πλατεία Εσταυρωμένου. Οι διορισμένες (δοτές) δημοτικές αρχές απομακρύνονται. Την επομένη, απεσταλμένοι του ΕΛΑΣ που μάχεται να προστατεύσει τις περιοχές της Αθήνας από τις γερμανικές ωμότητες, ζητούν από την τοπική χωροφυλακή είτε να προσχωρήσει στις τάξεις των ανταρτών, είτε να εγκαταλείψει την πόλη.
Οι Γερμανοί, θορυβημένοι από τις δραστηριότητες του ΕΛΑΣ, αναζητούν εναγωνίως τρόπους ώστε να εξασφαλισθεί η επικείμενη αποχώρηση των τμημάτων τους από την ελληνική πρωτεύουσα, μέσω της μοναδικής διόδου που υπάρχει, της Ιεράς Οδού. Ουσιαστικά επιδιώκουν να τους δοθεί ένα πρόσχημα, για να εκκαθαρίσουν την περιοχή του Αιγάλεω από οποιαδήποτε για αυτούς απειλή.[5] Παράλληλα, εξαπολύουν ένα κύμα τρομοκρατικής δράσης που περιλαμβάνει ληστείες, καταστροφές υποδομών και δολοφονίες πατριωτών, συχνά χωρίς αφορμή[6]
Η τελική αφορμή που αναζητούν προκύπτει το πρωί της αποφράδας 29ης Σεπτεμβρίου. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες κατοίκων αλλά και μελών της αντίστασης, εκείνη τη μέρα σημειώθηκε μια ασήμαντη αψιμαχία Ελλήνων ανταρτών (που βρίσκονταν σε φυλάκιο του ΕΛΑΣ δίπλα στη γέφυρα του ποταμού Κηφισού στη διασταύρωση με την οδό Παλαιάς Καβάλας) -Λεπτομέρεια: Για την ίδια ακριβώς γέφυρα δόθηκε αργότερα σκληρή και πολύωρη μάχη μεταξύ ανταρτών και ανδρών της Ταξιαρχίας του Σκόμπυ οι μεν για να την ανατινάξουν οι δε για να παραμείνει ανέπαφη- και δύο Γερμανών μοτοσικλετιστών. Οι Γερμανοί μοτοσικλετιστές (Λεπτομέρειες από αναφορά κατοίκου της περιοχής: Ο κάτοικος επιβεβαιώνει ότι πράγματι έγινε μόνο αψιμαχία. Ο ιδιος κάτοικος αναφέρει επίσης ότι, οι ανωτέρω μοτοσυκλετιστές ήσαν δύο (2) και ότι οι Έλληνες αντάρτες ήσαν δύο (2) έφηβοι. Αναφέρει επίσης ότι, μετά τους λιγοστούς πυροβολισμούς που αντηλάγησαν οι Γερμανοί μοτοσικλετιστές έπεσαν στην κοίτη του ποταμού προφασιζόμενοι η όχι ότι τραυματίστηκαν. Από εκεί κατόρθωσαν να φτάσουν στην βάση τους (περιοχή Μαρκόνι -μετέπειτα γνωστή ως Ασύρματος) και να αναφέρουν το γεγονός. Κατά την άποψη του αλλά και από οτι διαθόθηκε μετά, οι Γερμανοί στην αναφορά τους λόγω σύγχυσης ή για κάποιον άλλον λόγο έκαναν λάθος και ανέφεραν ότι το γεγονός συνέβη στην γέφυρα της Ιεράς οδού και όχι στην γέφυρα της παλαιάς Καβάλας. Αποτέλεσμα ήταν να αρχίσει η σφαγή από τον Άγιο Γεώργιο (το εκκλησάκι δίπλα ακριβώς στην γέφυρα της Ιεράς οδού) και να συνεχισθεί με κατεύθυνση προς την γέφυρα της παλαιάς Καβάλας). Σύμφωνα με κάποιες άλλες μαρτυρίες τις οποίες όμως απορρίπτει ο ΕΛΑΣ, ακολούθησε μια εκτεταμένη σύρραξη τμήματος του ΕΛΑΣ με γερμανικές δυνάμεις που είχαν καταφθάσει ενισχυμένες και με ταγματασφαλίτες.
Ασάφεια επικρατεί σχετικά με το αν υπήρξαν γερμανικές απώλειες. Κάποιες πηγές κάνουν λόγο για έναν ή και δύο νεκρούς αξιωματικούς, καθώς και αρκετούς τραυματίες και από τις δύο πλευρές. Κατά άλλες εκτιμήσεις, το επεισόδιο ήταν αμελητέο, αφού ο ΕΛΑΣ είχε αποφασίσει να μην προβεί σε ενέργειες που ενδέχεται να προκαλούσαν εχθρικά αντίποινα.
Την ίδια εκείνη ημέρα (ήταν Παρασκευή), ένα επίλεκτο γερμανικό τάγμα (των στρατιωτικών εγκαταστάσεων της περιοχής Μαρκόνι) διατάχθηκε να προχωρήσει σε εκκαθάριση της περιοχής. Τα πρώτα θύματά τους υπήρξαν δυο νεαροί Έλληνες φοιτητές, γνώστες μάλιστα της γερμανικής γλώσσας, τους οποίους συνάντησαν στη συμβολή της οδού Μαρκόνι με την Ιερά Οδό. Έπειτα από ολιγόλεπτη συζήτηση του επικεφαλής με τους δυο νέους στη γερμανική γλώσσα, οι φοιτητές εκτελέσθηκαν επί τόπου[7]. Σύμφωνα πάντως με μαρτυρία του 11χρονου τότε Ιωάννη Κουρούση, που διέμενε με την οικογένειά του στη συμβολή της Ιεράς Οδού με την οδό Μοσχονησίων, άλλο γερμανικό τμήμα έφθασε στο Αιγάλεω και από την αντίθετη κατεύθυνση (του Χαϊδαρίου), μέσω της Ιεράς Οδού, κάτι που αποδεικνύει ότι είχε εκπονηθεί συγκεκριμένο σχέδιο εγκλωβισμού των κατοίκων. Η μαρτυρία επιβεβαιώνεται από την επιστολή την οποία απέστειλε προς την τοπική εφημερίδα "Περιφερειακός Τύπος" του Δημήτριου Οικονομίδη (αριθμός φύλλου 223, της 18 Οκτωβρίου 1975), ο Αξιωματικός Χωροφυλακής εν αποστρατεία Στυλιανός Δρίτσας, όπου αναφέρεται ότι " ... διετάχθη η παρά το Δαφνί εστρατοπευδεμένη Γερμανική Στρατιωτική Μονάδα Καταστροφών ίνα προβεί εις σκληρά αντίποινα..." [8] Οι Γερμανοί εισήλθαν στην πόλη και αρχικά εκτέλεσαν 31 άοπλους και αμέτοχους στο προηγηθέν συμβάν πολίτες, όσους είχαν την ατυχία να βρεθούν στο δρόμο τους (Λεπτομέρεια από αναφορά του ίδιου κατοίκου της περιοχής: επιβεβαιώνει το ανωτέρω γεγονός για την σφαγή δηλ. των άοπλων και αμέτοχων πολιτών γιατί κατά σύμπτωση εκείνη την ώρα είχαν "σχολάσει" από το εργοστάσιο του Λαναρά πολλοί εργάτες οι οποίοι επέστρεφαν με τα πόδια σπίτι τους. Προφανώς δεν ήξεραν τίποτα για το γεγονός και για αυτό "έπεσαν" αμέριμνοι πάνω στους Γερμανούς, κάποιους μάλιστα, κατά τον ίδιο κάτοικο, τους σκότωσαν και τους άφησαν στο τετράγωνο που τώρα βρίσκονται οι εταιρείς εμπορίας αυτοκινήτων και ανταλλακτικών "ΚΟΜΒΟΣ", "ΤΟΥΟΤΑ" και "ΟΠΕΛ". Εκείνη την εποχή ήταν χωράφια και καλλιεργούσαν λαχανίδες). Εν συνεχεία, οι γερμανοί στρατιώτες απέκλεισαν το συνοικισμό του Αγίου Γεωργίου και επέτρεψαν την αποχώρηση μόνο κάποιων γυναικόπαιδων. Τους άνδρες άνω των 15 ετών που εγκλωβίστηκαν στις κατοικίες τους, έβαλαν φωτιά και τους έκαψαν ζωντανούς[9]. Περίπου εκατό οικίες πυρπολήθηκαν και καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Οι Γερμανοί διστακτικοί, παρατηρούν το "τυφλό" στενό της σημερινής οδού Πιπίνου στο Αιγάλεω (29-9-1944)-φανταστική απεικόνιση της σκηνής
(Λεπτομέρεια από αναφορά πάλι του ίδιου κατοίκου: Η σφαγή θα ήταν μεγαλύτερη αν οι Γερμανοί αποφάσιζαν να εισέλθουν για να κάψουν και σκοτώσουν σε ένα "στενάκι" της περιοχής - 200 μ. μήκος εκείνη την εποχή - την σημερινή οδό Πιπίνου, κοντά στην γέφυρα της παλαιάς Καβάλας. Εκεί στο τελευταίο σπίτι δεξιά, όπως κάποιος εισερχόταν στο "στενό", είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί άνδρες και νεαροί της περιοχής για να διαφύγουν από την αυλή του σπιτιού στο παρακείμενο βουστάσιο (των Κωνσταντελαίων) σε περίπτωση που εισέβαλαν οι Γερμανοί. Επίσης και αυτό μάλιστα θα τους έσωσε, το "στενάκι" εκείνη την εποχή ήταν αδιέξοδο, γιατί στο τέλος του δρόμου υπήρχε μια 'μάντρα' τριών (3) περίπου μέτρων που ήταν του βουστασίου. Πράγματι κάποια στιγμή έφτασαν αρκετοί Γερμανοί στρατιώτες και παρατηρούσαν τον δρόμο από την γωνία της σημερινής οδού Παπανικολή, μάλιστα οι αξιωματικοί τους παρατηρούσαν αρκετή ώρα και με κιάλια το έρημο φαινομενικά "στενό", μετά από πολύωρη παρατήρηση και μεταξύ τους συζήτηση αποχώρησαν. Κατά την άποψη του κατοίκου, οι Γερμανοί αποχώρησαν επειδή το "στενό" ήταν αδιέξοδο και φοβήθηκαν να εισέλθουν μην τυχόν και παγιδευτούν).
Ο Μανώλης Γλέζος στο δεύτερο τόμο του βιβλίου του για την Εθνική Αντίσταση 1940-45, κάνει λόγο για 65 νεκρούς που είναι από ότι φαίνεται ο επίσημος αριθμός μόνο των καμένων και όχι και των αρχικά εκτελεσθέντων Αιγαλιωτών. Ο αριθμός των απωλειών, επομένως, πλησιάζει στους εκατό νεκρούς (31+65).
Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ικετεύει τον επικεφαλής Γερμανό σωματάρχη-φανταστική απεικόνιση της σκηνής
Η σφαγή τερματίσθηκε ή περιορίσθηκε όταν, όπως φημολογείται, στην πόλη έφθασε εσπευσμένα ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδας κ. Δαμασκηνός που φέρεται να ικέτεψε γονατιστός τον επικεφαλής Γερμανό διοικητή (κατά μια άλλη εκδοχή πάλι από τον ίδιο κάτοικο της περιοχής αναφέρεται ότι πράγματι έφτασε ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός όχι όμως ότι τον ικετεψε γονατιστός αλλά ότι στάθηκε απεναντί του έβγαλε τον σταυρό του και τινάζοντας τα χέρια ψηλά στον ουρανό, κρατώντας τον σταυρό, απεύθυνε στον Γερμανό Αξιωματικό τη φράση "έλεος - έλεος, φτάνει πια") . Ο Δαμασκηνός ειδοποιήθηκε από τον (συνονόματο) αρχιμανδρίτη ανιψιό του (μετέπειτα μητροπολίτη Φθιώτιδας Δαμασκηνό), ο οποίος υπηρετούσε ως ιεροκήρυκας στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα και από τον φαρμακοποιό της πόλης Χρήστο Κουρούση[10]. Υπάρχει και μια ακόμη εκδοχή, η οποία ωστόσο το πιθανότερο είναι να αποτελεί αστικό μύθο: Πως ήταν η όμορφη Ελληνίδα ερωμένη του Γερμανού διοικητή, αυτή που τον έπεισε να σταματήσει τη θηριωδία.
Μία (ενδεικτική μόνο) κατάσταση θυμάτων προκύπτει από τα επισήμως εκδοθέντα πιστοποιητικά θανάτου που συμπλήρωσαν Αιγαλιώτες γιατροί (Στέφανος Μιχιώτης, Κωστής Γούβαλης κ.α.), διαπιστώνοντας «θάνατο από βολή πυροβόλου όπλου», «ακατάσχετη αιμορραγία από πυροβολισμό στην κεφαλή» ή «στην κοιλιακή χώρα», «εκτέλεση υπό του εχθρού» και άλλες αιτίες.
Μίχος Χρήστος, Κουρτέσης Γεώργιος (ετών 22), Σταυρίδης Γεώργιος (15), Μοσχάκης Φώτης (34), Κοντογιάννης Γεώργιος (30), Σταύρου Βασίλειος (21), Κακούρης Δημήτριος (36), Λυμπερόπουλος Χαράλαμπος (20), Νονεμβασιός Σταμάτης (38), Παπανικολάου Αριστείδης (37), Σαπουναδέλης Ανδρέας (16), Μαζλουμίδης Κωνσταντίνος (38), Ζαμπαράς Κλέαρχος (22), Καμπούρογλου Κυριάκος (38), Χαλβατζίδης Παύλος (38), Ασλανίδης Γεώργιος (49).
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου