"Όταν ήκουε ότι κάποιος ήθελε να εξομολογηθεί δεν εφείδετο κόπου και μόχθου.
Έτρεχε πρόθυμος ο μακάριος δια να τον συνδράμει. Ήτο επιεικής και εύσπλαχνος εις τας αμαρτίας των άλλων, δεν ενείχετο όμως την βλασφημίαν και την κατάκρισιν. Αυτά τα δύο πολύ τον ετάρασσον. «Βλασφημείς, έλεγε, βλασφημείς; Να δαγκώσεις την γλώσσαν σου». Η μεγάλη αυτή αμαρτία κατά του αγίου και προσκυνητού ονόματος του Κυρίου προεκάλει ισχυρόν ερεθισμόν, ίδιον των καθαρών πνευμάτων, τα οποία υμνούν το πανύμνητον όνομα του Ιησού ... Ούτε και την κατάκρισιν εδέχετο. «Κατακρίνεις, κατακρίνεις τον αδελφόν σου;» έλεγε και έθετε βαρύ επιτίμιον. Αμφότερα μαρτυρούν την λεπτήν και ευαίσθητον καρδίαν του.
Κατά την Θείαν Λειτουργίαν είχε τελείαν προσήλωσιν εις το τελούμενον μυστήριον και πολλάκις συλλειτούργει μετά των αγίων ή συνωμίλει με τους τρείς Ιεράρχας και άλλους αγίους. Εννοείται δε και χοροί αγγέλων τον περιέβαλλον. Κατά την Θείαν μετάληψιν πάλιν συνέβη πολλάκις να παρατηρηθεί υπό αδελφών ή και συλλειτουργών του να φουσκώνει το Άγιον Ποτήριον χωρίς όμως να πίπτει η Θεία Ευχαριστία. Ήδη προεγεύετο του ουρανίου κάλλους και συνελειτούργει με τους λειτουργούς της θριαμβευούσης εκκλησίας.
Κάποτε ... την Καθαράν Δευτέραν, τον έκλεισεν ο μισόκαλος επί τρείς ημέρας εις το κελλίον του. Ίστατο εις την θύραν έσωθεν και πεισμόνως τω έλεγε: «Δεν σ' αφήνω. Εδώ θα μείνης». Τώρα ήρχιζεν εντονώτερος ο προσωπικός αγών ... και εφυγαδεύετο κατησχυμένος ο εχθρός.
Η σκληρά άσκησίς του τω εχάρισε δύο τινά: την ευωδίαν του σώματος, αλλά και την ασθένειαν αυτού... Το πέρασμά του ήτο ευώδες. Κατά την προσευχήν του επληρούτο ο ναός ή το κελλίον του και εξερχομένη η θεία ευωδία επλήρου την πέριξ περιοχήν. Αυτή η ευωδία θα εξέλθη και από το μνήμα του κατά την εκταφήν του και θα παρέχηται ενίοτε τοις επικαλουμένοις την χάριν του...
Η τροφή του συνίστατο από το πρόσφορον της Θείας Λειτουργίας, το οποίον δίκην αντιδώρου μετά νάματος και ολίγου δενδρολιβάνου θα στηρίξουν επί έτη, ολόκληρον ζωήν τον αθλητήν.
Και επειδή ενόμιζε ότι ... ο ύπνος των δύο περίπου ωρών του εικοσιετραώρου δεν ήσαν αρκετά να ασκήσουν τον άνθρωπόν του, ελάμβανε βαρύ σίδηρον και εκτύπα αυτό επί μεγάλων λίθων, δια να εργασθή, ώς έλεγε, και να δικαιολογήση τον χρόνον της ζωής του. Και όλα αυτά υπό δυσμενείς συνθήκας, καθόσον έπασχεν εκ προστάτου και είχε χρονίαν κοιλιακήν πάθησιν, γεγονός το οποίον σκληρώς τον εβασάνιζεν.
Ήτο πάντοτε σοβαρός και δεν ηνείχετο τους γελώντας, «ουαί οι γελώντες», επαναλάμβανε και εζήτει από όλους σοβαρότητα, ίδιον των ωρίμων.
...Επρόσεχε πολύ τον σκανδαλισμόν. Και να λυπήση απέφευγε. ...
Ενίοτε κατήρχετο εις την πόλιν...Τότε εκράτει μίαν μεγάλην ομπρέλλαν εις τρόπον ώστε να μην φαίνεται η κεφαλή του...δια να κρύπτει εαυτόν. Δεν ήθελε να έχει πνευματικάς διαχύσεις και εικόνας δια πειρασμούς.
Ότε μετέβη εις Αθήνας ... δια εγχείρησιν προστάτου... εδέχθη κατά συρροήν την ευλαβή προσκύνησιν των ιατρών, νοσοκόμων και άλλων επιζητούντων ... την ευχήν του ... διότι κατά την εγχείρησιν διεπίστωσαν την αγγελικήν αγνότητά του.
Χρήματα ουδέποτε εκράτει. Κατά την εκτέλεσιν του επάνω έργου (των ιδίων κελλίων) επέτρεπε να λαμβάνει έκαστος την αμοιβήν του από το συρτάρι. Από την Αγιογραφίαν και τα Μυστήρια ό,τι ελάμβανε τα έδιδε τοις πτωχοίς, ταις χήραις και τοις ορφανοίς. Με την δύσιν του ηλίου δεν ήθελε να έχει χρήματα. ...
... Όταν αγαπά τις τον Θεόν υπακούει. Όταν υπακούει ταπεινοί εαυτόν...
... Αυτός ο ακρότατος ασκητής, ο και τη προσφοράν του Ιορδάνου αρνούμενος, εδέχθη χάριν της υπακοής, τροφήν, την οποίαν ουδέποτε θα ηδύνατο – ίσως - να διανοηθή ότι θα ελάμβανε. Τώρα την πρώτην θέσιν είχε η εντολή του γέροντός του, η υπακοή!
... Περί το τέλος της ζωής του ευρίσκετο εν άκρα περισυλλογή και ιερά κατανύξει. Επί τρείς ημέρας ουδένα εδέχθη... Έδωσε τας τελευταίας συμβουλάς. Εζήτησεν την εν Χριστώ αγάπην και υπακοήν και όταν ο επιθανάτιος ρόγχος τον κατέλαβε και επί μακρόν συνεχίζετο, αίφνης, λαμβάνει δυνάμεις, ενώνει τας μικράς ευλογημένας χείρας του και χειροκροτεί επανειλημμένως ενώ εκ των χειλέων του εξέρχονται αι τελευταίαι ιεραί φράσεις: «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος». ... Την ώραν εκείνην ολίγαι μόνον μοναχαί (τον) περιέβαλλον ... Κάποια μοναχή είδε – κατά θείαν παραχώρησιν – τον άγιον Σάββαν να ανέρχεται εν μέσω χρυσού συννέφου εις τον ουρανόν ... και να ψάλλει με γλυκυτάτην φωνήν το : «Ευαγγελίζου γή χαράν μεγάλην». Ήτο εσπέρας του Ευαγγελισμού με το παλαιόν τότε και η εκκλησία μας, ήρχισεν εορτάζουσα την λαμπράν ημέρα της Θεοτόκου και της ανθρωπότητος, την οποίαν τόσο πολύ ηυλαβείτο ο άγιος.
Την 7ην Απριλίου 1957 προεξάρχοντος του μητροπολίτου Καλύμνου κ, Ισιδώρου, ... ενώπιον πλήθος κόσμου ... ηνοίχθη ο τάφος του. Τότε εν πυκνόν σύννεφον θείας ευωδίας εξεχύθη και εκάλυψεν ολόκληρον την περιοχήν μέχρι των παρυφών της πόλεως ... Ο Μητροπολίτης έδωσεν εντολήν να κλείσουν τον τάφον δι' ευθετώτερον χρόνον. Αργότερον μετεφέρθη το ιερόν σκήνωμα εις Λάρνακα, η οποία είναι εναποτιθεμένη εν τω ιερώ παρεκκλησίω σεμνυνομένη προς τιμήν του αγίου Σάββα του ηγιασμένου."
Περιηγηθείτε στην ιερά μονή αγίων Πάντων και Οσίου Σάββα του εν Καλύμνω μέσα από Φωτογραφίες και ύμνους!!!
αποσπάσματα από
"Ο ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΝΕΟΣ Ο ΕΝ ΚΑΛΥΜΝΩ" ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ – ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΧΡ. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ,
ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΚΑΛΥΜΝΟΥ 1975
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου