Αμέσως μετά την έναρξη του νέου κύκλου των λεγόμενων διερευνητικών επαφών, αλλά και την «ιστορική» –όπως την είπαν– επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού στην Αθήνα, η Άγκυρα έβαλε σε εφαρμογή μια εξαιρετικά επιθετική διπλωματία και ένα καινούριο σχέδιο τεχνητής έντασης στο Αιγαίο.
Επιχειρεί να εμφανιστεί ως καταγγέλλουσα εκεί όπου είναι καταγγελλόμενη, αλλά και ως αμυνόμενη εκεί όπου ασκεί διεκδικητική επιθετική στρατηγική. Επαναφέρει έμπρακτα το σύνολο των μονομερών και αυθαίρετων διεκδικήσεών της. Επαναλαμβάνει έμμεσα, αλλά και άμεσα, την απειλή πολέμου. Προκαλεί με τρόπο που μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να καταλήξει σε θερμή εμπλοκή. Προειδοποιεί πως δεν πρόκειται να επιτρέψει στην Αθήνα οποιαδήποτε δραστηριότητα, έρευνα ή γεώτρηση, σε κανένα σημείο της αιγαιακής υφαλοκρηπίδας.
Και όλα αυτά, με απόλυτο συντονισμό των υπουργείων Εξωτερικών, Άμυνας και Ενέργειας. Γεγονός που πιστοποιεί κεντρική πολιτική επιλογή, άμεσα συνδεδεμένη με τον ελληνοτουρκικό διάλογο.
Η Άγκυρα αποφασίζει και επιβάλλει
Ιδιαίτερα κρίσιμο στοιχείο, ανάμεσα στα πολλά άλλα, αποτελεί η πρόσφατη έξοδος του «Τσεσμέ», σε συνδυασμό με τις καλά προετοιμασμένες απαντήσεις του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών στις ελληνικές διαμαρτυρίες. Κι αυτό, γιατί συνιστά έναν ακόμη κρίκο στα γεγονότα με τα οποία η Άγκυρα επιχειρεί τον ακρωτηριασμό ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Πρώτ’ απ’ όλα, το τουρκικό ερευνητικό σκάφος βγήκε στο Αιγαίο συνοδευόμενο από δύο πολεμικά. Ήθελαν, έτσι, οι επιτελείς της Άγκυρας να υπογραμμίσουν πως δεν πρόκειται για μια αθώα έξοδο, αλλά και να επισημάνουν τόσο την αποφασιστικότητά τους όσο και τον τρόπο με τον οποίο θα απαντήσουν σε ενδεχόμενη ελληνική αντίδραση.
Δεύτερον: Το τουρκικό σκάφος έπλεε σε διεθνή ύδατα, αλλά σε περιοχές που βρίσκονται πάνω από ελληνική υφαλοκρηπίδα. Απαντώντας, ωστόσο, στα ελληνικά διαβήματα, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών έσπευσε να διαβεβαιώσει –και μάλιστα με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο– ότι το «Τσεσμέ» δεν έκανε και δεν επρόκειτο να κάνει καμιά έρευνα στην υφαλοκρηπίδα.
Τρίτον: Διαβεβαιώνοντας για τα παραπάνω, η Άγκυρα έσπευσε –αυτός, άλλωστε, ήταν και ο τελικός στόχος της– να υπενθυμίσει προς την ελληνική πλευρά το Πρακτικό της Βέρνης και να προειδοποιήσει πως δεν πρόκειται να ανεχτεί καμιά έρευνα ή γεώτρηση σε κανένα σημείο της αιγαιακής υφαλοκρηπίδας.
Το Πρακτικό της Βέρνης αφορούσε μόνο τις επίδικες περιοχές
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι η Ελλάδα δεν ανέλαβε με το Πρακτικό της Βέρνης τέτοιας έκτασης δέσμευση. Η συμφωνία εκείνη, το Νοέμβριο του 1976, προέκυψε –όπως είναι γνωστό– μετά την έξοδο του «Χόρα» στο Αιγαίο, τη δημιουργία πολεμικής κρίσης, την προσφυγή της Ελλάδας στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και τη σύσταση του Διεθνούς Οργανισμού για άμεση έναρξη διμερούς διαλόγου. Σε αυτό το πλαίσιο, αλλά και με σκοπό την από κοινού παραπομπή του θέματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, εκπρόσωποι των δύο μερών συναντήθηκαν τότε στη Βέρνη, συμφώνησαν στην έναρξη διαλόγου και δεσμεύτηκαν να τηρήσουν στάση που θα βοηθούσε στην πρόοδο του διαλόγου. Κυρίως, μάλιστα, να κρατήσουν τις διαβουλεύσεις υπό τον πέπλο της μυστικότητας, αλλά και να «απέχουν πάσης πρωτοβουλίας ή πράξεως σχετικής προς την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, η οποία θα μπορούσε να παρενοχλήσει τη διαπραγμάτευση».
Η δέσμευση αυτή –όπως καταγράφεται στο άρθρο 6 του Πρακτικού της Βέρνης– αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τις δραστηριότητες που θα μπορούσε να «παρενοχλήσουν» το διάλογο. Δεν αφορούσε, δηλαδή, ούτε δραστηριότητες που θα αναπτύσσονταν μετά το διάλογο εκείνο ούτε δραστηριότητες που θα γίνονταν πέρα από τις επίδικες περιοχές. Δεν αφορούσε, σε καμιά περίπτωση, εκτάσεις που η Τουρκία ούτε διεκδικούσε ούτε μπορούσε να διεκδικήσει. Είχε, δηλαδή, το Πρακτικό της Βέρνης περιορισμένα χρονικά αλλά και γεωγραφικά όρια. Αφορούσε αποκλειστικά και μόνο το επίδικο τμήμα της υφαλοκρηπίδας, τις περιοχές που διεκδικούσε η Τουρκία και η Ελλάδα θεωρούσε δικές της.
Με την κρίση του Μαρτίου, η Άγκυρα αμφισβητεί ολόκληρο το Αιγαίο
Εξίσου αληθές είναι ότι μία δεκαετία αργότερα η Τουρκία, προκαλώντας νέα πολεμική κρίση –αυτή τη φορά με την έξοδο του «Σισμίκ»–, επιδίωξε να εξαναγκάσει την Ελλάδα σε πλήρη εγκατάλειψη της αιγαιακής υφαλοκρηπίδας. Το Φεβρουάριο του 1987, με αφορμή την απόφαση της κοινοπραξίας του Πρίνου να προχωρήσει σε νέες γεωτρήσεις, η Άγκυρα προχώρησε στην πιο προωθημένη αξίωσή της. Σε ανακοίνωση που εξέδωσε στις 6 Μαρτίου το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών ανέφερε:
«Ολόκληρο το Αιγαίο Πέλαγος, που εκτείνεται πέρα από τα χωρικά ύδατα, αποτελεί μια αμφισβητούμενη περιοχή μεταξύ των δύο χωρών… Δύο μήνες μετά την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, η Τουρκία και η Ελλάδα υπέγραψαν τη Συμφωνία της Βέρνης… Η Τουρκία, απέχοντας έως τώρα από κάθε δραστηριότητα στο Αιγαίο, πέρα από τα χωρικά της ύδατα, αναμένει από την Ελλάδα να σταματήσει αμέσως τις δραστηριότητες που παραβαίνουν τις δεσμεύσεις της. Διαφορετικά, η Τουρκία θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσει τα δικαιώματα και τα συμφέροντά της στο Αιγαίο». Το σενάριο της κρίσης τέθηκε σε εφαρμογή στις 19 Μαρτίου, όταν το «Σισμίκ», συνοδευόμενο από δύο πολεμικά, βγήκε στο Αιγαίο, ενώ το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών προειδοποιούσε τον Έλληνα πρέσβη: «Αν η Ελλάδα δεν σταματήσει αμέσως τις ενέργειες αυτές, τότε όλες οι πιθανές επιπτώσεις θα τη βαρύνουν».
Έρευνα στην υφαλοκρηπίδα σημαίνει «αιτία πολέμου»
Η Τουρκία προχωρούσε στη νέα πολεμική κρίση, έχοντας πολύ ισχυρές πλάτες. Ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Κ. Γουάινμπεργκερ –όπως αποκαλύφθηκε πολύ αργότερα–, με άκρως απόρρητο έγγραφό του προς τον Ανώτατο Αρχηγό Συμμαχικών Δυνάμεων και τον Ειδικό Σύνδεσμο του ΝΑΤΟ με τις ΗΠΑ, διαμήνυε ότι «η κρίση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχει προετοιμαστεί (is being prepared) και είναι πιθανό να προκαλέσει πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών που θα διαρκέσει κάποιες ημέρες». Τους πληροφορούσε, κατόπιν, ότι «θα προσεγγίσουν την περιοχή αμερικανικές δυνάμεις» και τους ζητούσε να συνεργαστούν με την τουρκική στρατιωτική ηγεσία.
Την ίδια στιγμή, ύστερα από έκτακτη πολιτικοστρατιωτική σύσκεψη, η Άγκυρα απαιτούσε ρητή δέσμευση της Ελλάδας ότι «δεν πρόκειται να κάνει καμιά έρευνα, καμιά γεώτρηση, σε κανένα σημείο της υφαλοκρηπίδας». Αξίωνε, δηλαδή, από την Ελλάδα να εγκαταλείψει τα κυριαρχικά δικαιώματά της σε ολόκληρη την αιγαιακή υφαλοκρηπίδα, ενώ ταυτόχρονα απειλούσε με πόλεμο. Ισχυρές μονάδες του τουρκικού στόλου είχαν ήδη περάσει από τη Μαύρη Θάλασσα στο Βόρειο Αιγαίο, η 4η Στρατιά αναπτυσσόταν απέναντι από τα ελληνικά νησιά και ο γραμματέας του τουρκικού εθνικού συμβουλίου υποστράτηγος Γκ. Εργκεντλάν ανακοίνωνε: «Το “Σισμίκ” θα βγει στο Αιγαίο, συνοδευόμενο από πολεμικά πλοία… Ο στρατός βρίσκεται σε επιφυλακή… Έχουν δοθεί εντολές στα πολεμικά να προστατεύσουν το ερευνητικό σκάφος. Οποιαδήποτε επίθεση εναντίον του θα θεωρηθεί αιτία πολέμου». Ο Έλληνας πρωθυπουργός έθεσε, τότε, σε επιφυλακή τις Ένοπλες Δυνάμεις, κατήγγειλε το ρόλο των Αμερικανών, ανακοίνωσε το κλείσιμο αμερικανικών βάσεων και ζήτησε την παρέμβαση του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ λόρδου Κάρινγκτον, τονίζοντας ότι «η μόνη λύση είναι να μην μας προκαλέσει η Άγκυρα».
Εγκατάλειψη ολόκληρης της υφαλοκρηπίδας
Η έκκληση της Αθήνα έγινε άμεσα αποδεκτή και ο γραμματέας του ΝΑΤΟ ανέλαβε σχετική πρωτοβουλία. Λίγο μόλις αργότερα, ο αντιπρόσωπος της Τουρκίας στις Βρυξέλλες μετέφερε στο γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ το μήνυμα του Τούρκου πρωθυπουργού: «Καθ’ όσο χρόνο ελληνικό σκάφος δεν θα κάνει γεωτρήσεις εκτός των ελληνικών χωρικών υδάτων, το τουρκικό ερευνητικό σκάφος θα παραμείνει στα τουρκικά χωρικά ύδατα».
Ταυτόσημη ήταν και η τοποθέτηση που ανέπτυξε ο Τούρκος πρέσβης Ν. Ακιμάν στον υφυπουργό Εξωτερικών Γ. Καψή: «Εφόσον η Ελλάδα σταματήσει τις ενέργειες αυτές και απόσχει από δραστηριότητες πέραν των χωρικών υδάτων, η Τουρκία θα συνεχίσει να συμμορφώνεται στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας και τη Συμφωνία της Βέρνης».
Το ζητούμενο από την Άγκυρα ήταν η δέσμευση της Ελλάδας για αποχή από κάθε γεώτρηση ή έρευνα σ’ ολόκληρη την αιγαιακή υφαλοκρηπίδα. Και το ζητούμενο αυτό είχε ικανοποιηθεί με την αποδοχή της δήλωσης του Τούρκου πρωθυπουργού Τ. Οζάλ προς το γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ. Η Τουρκία δεσμευόταν πως δεν θα έκανε έρευνες στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου για όσο καιρό δεν θα έκανε ούτε η Ελλάδα. Δεσμευόταν ουσιαστικά να μην κάνει έρευνες σε περιοχές που δεν της ανήκαν, με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα δεν θα κάνει έρευνες στις περιοχές που της ανήκουν.
Με μια φράση: Με την έξοδο του «Σισμίκ» και την κρίση του Μαρτίου του ’87, η Άγκυρα επιδίωξε να διευρύνει την εφαρμογή του Πρακτικού της Βέρνης, τόσο ως προς το χρόνο, όσο και –προπάντων μάλιστα– ως προς το χώρο της εφαρμογής του.
Αυτό ακριβώς επιδίωξε η Άγκυρα και με την πρόσφατη έξοδο του «Τσεσμέ». Απαιτεί να παραμείνουν ανενεργά τα ελληνικά δικαιώματα σε ολόκληρη την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και δείχνει ξεκάθαρα τον τρόπο με τον οποίο θα αντιδράσει σε κάθε άλλη περίπτωση. Αφαιρεί βίαια ένα σοβαρό οικονομικό πλεονέκτημα της Ελλάδας. Ασκεί πίεση επίσπευσης των διαπραγματεύσεων. Εκβιάζει υποταγή στις αυθαίρετες αξιώσεις της.
Πηγή greeknation.blogspot.com
Επιχειρεί να εμφανιστεί ως καταγγέλλουσα εκεί όπου είναι καταγγελλόμενη, αλλά και ως αμυνόμενη εκεί όπου ασκεί διεκδικητική επιθετική στρατηγική. Επαναφέρει έμπρακτα το σύνολο των μονομερών και αυθαίρετων διεκδικήσεών της. Επαναλαμβάνει έμμεσα, αλλά και άμεσα, την απειλή πολέμου. Προκαλεί με τρόπο που μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να καταλήξει σε θερμή εμπλοκή. Προειδοποιεί πως δεν πρόκειται να επιτρέψει στην Αθήνα οποιαδήποτε δραστηριότητα, έρευνα ή γεώτρηση, σε κανένα σημείο της αιγαιακής υφαλοκρηπίδας.
Και όλα αυτά, με απόλυτο συντονισμό των υπουργείων Εξωτερικών, Άμυνας και Ενέργειας. Γεγονός που πιστοποιεί κεντρική πολιτική επιλογή, άμεσα συνδεδεμένη με τον ελληνοτουρκικό διάλογο.
Η Άγκυρα αποφασίζει και επιβάλλει
Ιδιαίτερα κρίσιμο στοιχείο, ανάμεσα στα πολλά άλλα, αποτελεί η πρόσφατη έξοδος του «Τσεσμέ», σε συνδυασμό με τις καλά προετοιμασμένες απαντήσεις του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών στις ελληνικές διαμαρτυρίες. Κι αυτό, γιατί συνιστά έναν ακόμη κρίκο στα γεγονότα με τα οποία η Άγκυρα επιχειρεί τον ακρωτηριασμό ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Πρώτ’ απ’ όλα, το τουρκικό ερευνητικό σκάφος βγήκε στο Αιγαίο συνοδευόμενο από δύο πολεμικά. Ήθελαν, έτσι, οι επιτελείς της Άγκυρας να υπογραμμίσουν πως δεν πρόκειται για μια αθώα έξοδο, αλλά και να επισημάνουν τόσο την αποφασιστικότητά τους όσο και τον τρόπο με τον οποίο θα απαντήσουν σε ενδεχόμενη ελληνική αντίδραση.
Δεύτερον: Το τουρκικό σκάφος έπλεε σε διεθνή ύδατα, αλλά σε περιοχές που βρίσκονται πάνω από ελληνική υφαλοκρηπίδα. Απαντώντας, ωστόσο, στα ελληνικά διαβήματα, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών έσπευσε να διαβεβαιώσει –και μάλιστα με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο– ότι το «Τσεσμέ» δεν έκανε και δεν επρόκειτο να κάνει καμιά έρευνα στην υφαλοκρηπίδα.
Τρίτον: Διαβεβαιώνοντας για τα παραπάνω, η Άγκυρα έσπευσε –αυτός, άλλωστε, ήταν και ο τελικός στόχος της– να υπενθυμίσει προς την ελληνική πλευρά το Πρακτικό της Βέρνης και να προειδοποιήσει πως δεν πρόκειται να ανεχτεί καμιά έρευνα ή γεώτρηση σε κανένα σημείο της αιγαιακής υφαλοκρηπίδας.
Το Πρακτικό της Βέρνης αφορούσε μόνο τις επίδικες περιοχές
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι η Ελλάδα δεν ανέλαβε με το Πρακτικό της Βέρνης τέτοιας έκτασης δέσμευση. Η συμφωνία εκείνη, το Νοέμβριο του 1976, προέκυψε –όπως είναι γνωστό– μετά την έξοδο του «Χόρα» στο Αιγαίο, τη δημιουργία πολεμικής κρίσης, την προσφυγή της Ελλάδας στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και τη σύσταση του Διεθνούς Οργανισμού για άμεση έναρξη διμερούς διαλόγου. Σε αυτό το πλαίσιο, αλλά και με σκοπό την από κοινού παραπομπή του θέματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, εκπρόσωποι των δύο μερών συναντήθηκαν τότε στη Βέρνη, συμφώνησαν στην έναρξη διαλόγου και δεσμεύτηκαν να τηρήσουν στάση που θα βοηθούσε στην πρόοδο του διαλόγου. Κυρίως, μάλιστα, να κρατήσουν τις διαβουλεύσεις υπό τον πέπλο της μυστικότητας, αλλά και να «απέχουν πάσης πρωτοβουλίας ή πράξεως σχετικής προς την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, η οποία θα μπορούσε να παρενοχλήσει τη διαπραγμάτευση».
Η δέσμευση αυτή –όπως καταγράφεται στο άρθρο 6 του Πρακτικού της Βέρνης– αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τις δραστηριότητες που θα μπορούσε να «παρενοχλήσουν» το διάλογο. Δεν αφορούσε, δηλαδή, ούτε δραστηριότητες που θα αναπτύσσονταν μετά το διάλογο εκείνο ούτε δραστηριότητες που θα γίνονταν πέρα από τις επίδικες περιοχές. Δεν αφορούσε, σε καμιά περίπτωση, εκτάσεις που η Τουρκία ούτε διεκδικούσε ούτε μπορούσε να διεκδικήσει. Είχε, δηλαδή, το Πρακτικό της Βέρνης περιορισμένα χρονικά αλλά και γεωγραφικά όρια. Αφορούσε αποκλειστικά και μόνο το επίδικο τμήμα της υφαλοκρηπίδας, τις περιοχές που διεκδικούσε η Τουρκία και η Ελλάδα θεωρούσε δικές της.
Με την κρίση του Μαρτίου, η Άγκυρα αμφισβητεί ολόκληρο το Αιγαίο
Εξίσου αληθές είναι ότι μία δεκαετία αργότερα η Τουρκία, προκαλώντας νέα πολεμική κρίση –αυτή τη φορά με την έξοδο του «Σισμίκ»–, επιδίωξε να εξαναγκάσει την Ελλάδα σε πλήρη εγκατάλειψη της αιγαιακής υφαλοκρηπίδας. Το Φεβρουάριο του 1987, με αφορμή την απόφαση της κοινοπραξίας του Πρίνου να προχωρήσει σε νέες γεωτρήσεις, η Άγκυρα προχώρησε στην πιο προωθημένη αξίωσή της. Σε ανακοίνωση που εξέδωσε στις 6 Μαρτίου το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών ανέφερε:
«Ολόκληρο το Αιγαίο Πέλαγος, που εκτείνεται πέρα από τα χωρικά ύδατα, αποτελεί μια αμφισβητούμενη περιοχή μεταξύ των δύο χωρών… Δύο μήνες μετά την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, η Τουρκία και η Ελλάδα υπέγραψαν τη Συμφωνία της Βέρνης… Η Τουρκία, απέχοντας έως τώρα από κάθε δραστηριότητα στο Αιγαίο, πέρα από τα χωρικά της ύδατα, αναμένει από την Ελλάδα να σταματήσει αμέσως τις δραστηριότητες που παραβαίνουν τις δεσμεύσεις της. Διαφορετικά, η Τουρκία θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσει τα δικαιώματα και τα συμφέροντά της στο Αιγαίο». Το σενάριο της κρίσης τέθηκε σε εφαρμογή στις 19 Μαρτίου, όταν το «Σισμίκ», συνοδευόμενο από δύο πολεμικά, βγήκε στο Αιγαίο, ενώ το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών προειδοποιούσε τον Έλληνα πρέσβη: «Αν η Ελλάδα δεν σταματήσει αμέσως τις ενέργειες αυτές, τότε όλες οι πιθανές επιπτώσεις θα τη βαρύνουν».
Έρευνα στην υφαλοκρηπίδα σημαίνει «αιτία πολέμου»
Η Τουρκία προχωρούσε στη νέα πολεμική κρίση, έχοντας πολύ ισχυρές πλάτες. Ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Κ. Γουάινμπεργκερ –όπως αποκαλύφθηκε πολύ αργότερα–, με άκρως απόρρητο έγγραφό του προς τον Ανώτατο Αρχηγό Συμμαχικών Δυνάμεων και τον Ειδικό Σύνδεσμο του ΝΑΤΟ με τις ΗΠΑ, διαμήνυε ότι «η κρίση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχει προετοιμαστεί (is being prepared) και είναι πιθανό να προκαλέσει πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών που θα διαρκέσει κάποιες ημέρες». Τους πληροφορούσε, κατόπιν, ότι «θα προσεγγίσουν την περιοχή αμερικανικές δυνάμεις» και τους ζητούσε να συνεργαστούν με την τουρκική στρατιωτική ηγεσία.
Την ίδια στιγμή, ύστερα από έκτακτη πολιτικοστρατιωτική σύσκεψη, η Άγκυρα απαιτούσε ρητή δέσμευση της Ελλάδας ότι «δεν πρόκειται να κάνει καμιά έρευνα, καμιά γεώτρηση, σε κανένα σημείο της υφαλοκρηπίδας». Αξίωνε, δηλαδή, από την Ελλάδα να εγκαταλείψει τα κυριαρχικά δικαιώματά της σε ολόκληρη την αιγαιακή υφαλοκρηπίδα, ενώ ταυτόχρονα απειλούσε με πόλεμο. Ισχυρές μονάδες του τουρκικού στόλου είχαν ήδη περάσει από τη Μαύρη Θάλασσα στο Βόρειο Αιγαίο, η 4η Στρατιά αναπτυσσόταν απέναντι από τα ελληνικά νησιά και ο γραμματέας του τουρκικού εθνικού συμβουλίου υποστράτηγος Γκ. Εργκεντλάν ανακοίνωνε: «Το “Σισμίκ” θα βγει στο Αιγαίο, συνοδευόμενο από πολεμικά πλοία… Ο στρατός βρίσκεται σε επιφυλακή… Έχουν δοθεί εντολές στα πολεμικά να προστατεύσουν το ερευνητικό σκάφος. Οποιαδήποτε επίθεση εναντίον του θα θεωρηθεί αιτία πολέμου». Ο Έλληνας πρωθυπουργός έθεσε, τότε, σε επιφυλακή τις Ένοπλες Δυνάμεις, κατήγγειλε το ρόλο των Αμερικανών, ανακοίνωσε το κλείσιμο αμερικανικών βάσεων και ζήτησε την παρέμβαση του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ λόρδου Κάρινγκτον, τονίζοντας ότι «η μόνη λύση είναι να μην μας προκαλέσει η Άγκυρα».
Εγκατάλειψη ολόκληρης της υφαλοκρηπίδας
Η έκκληση της Αθήνα έγινε άμεσα αποδεκτή και ο γραμματέας του ΝΑΤΟ ανέλαβε σχετική πρωτοβουλία. Λίγο μόλις αργότερα, ο αντιπρόσωπος της Τουρκίας στις Βρυξέλλες μετέφερε στο γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ το μήνυμα του Τούρκου πρωθυπουργού: «Καθ’ όσο χρόνο ελληνικό σκάφος δεν θα κάνει γεωτρήσεις εκτός των ελληνικών χωρικών υδάτων, το τουρκικό ερευνητικό σκάφος θα παραμείνει στα τουρκικά χωρικά ύδατα».
Ταυτόσημη ήταν και η τοποθέτηση που ανέπτυξε ο Τούρκος πρέσβης Ν. Ακιμάν στον υφυπουργό Εξωτερικών Γ. Καψή: «Εφόσον η Ελλάδα σταματήσει τις ενέργειες αυτές και απόσχει από δραστηριότητες πέραν των χωρικών υδάτων, η Τουρκία θα συνεχίσει να συμμορφώνεται στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας και τη Συμφωνία της Βέρνης».
Το ζητούμενο από την Άγκυρα ήταν η δέσμευση της Ελλάδας για αποχή από κάθε γεώτρηση ή έρευνα σ’ ολόκληρη την αιγαιακή υφαλοκρηπίδα. Και το ζητούμενο αυτό είχε ικανοποιηθεί με την αποδοχή της δήλωσης του Τούρκου πρωθυπουργού Τ. Οζάλ προς το γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ. Η Τουρκία δεσμευόταν πως δεν θα έκανε έρευνες στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου για όσο καιρό δεν θα έκανε ούτε η Ελλάδα. Δεσμευόταν ουσιαστικά να μην κάνει έρευνες σε περιοχές που δεν της ανήκαν, με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα δεν θα κάνει έρευνες στις περιοχές που της ανήκουν.
Με μια φράση: Με την έξοδο του «Σισμίκ» και την κρίση του Μαρτίου του ’87, η Άγκυρα επιδίωξε να διευρύνει την εφαρμογή του Πρακτικού της Βέρνης, τόσο ως προς το χρόνο, όσο και –προπάντων μάλιστα– ως προς το χώρο της εφαρμογής του.
Αυτό ακριβώς επιδίωξε η Άγκυρα και με την πρόσφατη έξοδο του «Τσεσμέ». Απαιτεί να παραμείνουν ανενεργά τα ελληνικά δικαιώματα σε ολόκληρη την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και δείχνει ξεκάθαρα τον τρόπο με τον οποίο θα αντιδράσει σε κάθε άλλη περίπτωση. Αφαιρεί βίαια ένα σοβαρό οικονομικό πλεονέκτημα της Ελλάδας. Ασκεί πίεση επίσπευσης των διαπραγματεύσεων. Εκβιάζει υποταγή στις αυθαίρετες αξιώσεις της.
Πηγή greeknation.blogspot.com
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου