Καλώς ή κακώς, δεν υπάρχει άλλη σχέση που να μας ακολουθεί σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας, επηρεάζοντας και χρωματίζοντάς την τόσο θεμελιακά, όσο αυτή με τη μητέρα μας.
Ευτυχώς, η πλειοψηφία των μητέρων ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στο ρόλο της καλής μητέρας. Όμως, πολύ συχνότερα απ΄ότι πιστεύουμε, το μοναδικό αυτό άτομο δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί κατά πως πρέπει στον τόσο σημαντικό του ρόλο. Στις περιπτώσεις αυτές, όχι μόνο δεν καταφέρνει να δημιουργήσει στο παιδί εκείνη τη βασική αίσθηση εμπιστοσύνης και ασφάλειας, που είναι απαραίτητη ώστε να μπορέσει να ξεδιπλώσει σταδιακά τα φτερά του, να εμπιστεύεται τους άλλους και να ανακαλύψει τον αληθινό του εαυτό και τον κόσμο που το περιβάλει, αλλά μπορεί να το λεηλατεί ψυχικά ή/και σωματικά, σημαδεύοντας, συχνά,τη ζωή του ανεπανόρθωτα…
Υπάρχουν παιδιά που ποτέ δεν τους επιτράπηκε να ζήσουν ως παιδιά. Αναγκάσθηκαν να μεγαλώσουν πριν την ώρα τους, με μοναδικό σκοπό την ικανοποίηση των αναγκών των γονιών τους, παίζοντας το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου για τις ανεπάρκειες ή τις αποτυχίες τους ή λειτουργώντας ως προέκτασή τους, δηλαδή, στην ουσία, σαν να μην υπάρχουν ως τα άτομα που τα ίδια είναι. Και όμως, παρά τις τραγικές τους συνέπειες, οι σχέσεις αυτές είναι τόσο βαθιά ριζωμένες και ενσωματωμένες στον ψυχισμό αυτών των παιδιών που επαναλαμβάνονται συνήθως, ως αυτόματο αντανακλαστικό, και στην ενήλικη προσωπική τους ζωή, τη φορά αυτή, όμως, με τη σύμπραξη άλλων προσώπων(ερωτικών συντρόφων, συζύγων, φίλων κ.ά.) που λειτουργούν ως γονικά υποκατάστατα και συμπρωταγωνιστές ενός επαναλαμβανόμενου προσωπικού ενδοψυχικού δράματος…
Εάν κάποιος φίλος ή συνάδελφος μας έκρινε, μας αγνοούσε, μας υποδείκνυε το τι πρέπει να κάνουμε, μας υποτιμούσε ή μας χλεύαζε συστηματικά, οι περισσότεροι από εμάς θα αντιδρούσαμε με κάποιον τρόπο, υπερασπιζόμενοι τον εαυτό και τα όριά μας ή βάζοντας τέλος στη βασανιστική αυτή σχέση. Δεν είναι καθόλου εύκολο, όμως, να κάνουμε το ίδιο και με τη μητέρα μας, ακόμα και ως ενήλικες. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, παραμένουμε εγκλωβισμένοι στην προσδοκία μας πως ίσως αλλάξουν κάποια στιγμή τα πράγματα και εισπράξουμε, επιτέλους, έστω και ίχνη της αποδοχής και αγάπης που τόσο χρειαζόμαστε, ή σε βαθιά ριζωμένες μέσα μας αξίες του τύπου: «Ποτέ δεν φερόμαστε με τέτοιον τρόπο στη μητέρα μας»…
Και όμως, αυτός ο φαύλος κύκλος της καταστροφής είναι δυνατόν να σπάσει, αρκεί να βρούμε τη δύναμη να δούμε την πραγματικότητα ως έχει, πέραν των όποιων μύθων περιβάλουν το πρόσωπο της μητέρας, και να αρχίσουμε να μιλάμε για το πως έχουν τα πράγματα και όχι μόνο για το πως θα έπρεπε να είναι…
Λόγοι που καθορίζουν το τόσο ευάλωτοι είμαστε, ως ενήλικες, απέναντι στη μητέρα μας;
Εάν δεν έχει συμβεί κάποιο συγκεκριμένο τραυματικό γεγονός, οι λόγοι που, συνήθως, καθορίζουν την ευαλωτότητά μας απέναντι στη μητέρα μας -δηλαδή, όταν αρκεί και η παραμικρότερή της παρατήρηση για να εξοργισθούμε, να νιώσουμε ανάξιοι, ανεπαρκείς κτλ - είναι οι εξής:
Μία ελλιπής ή ανολοκλήρωτη αυτονόμηση
Εάν ένα παιδί έχει εσωτερικοποιήσει -δηλαδή «κουβαλά εντός του»- την εικόνα και αίσθηση μίας «καλής μητέρας», τότε νιώθει πιο ασφαλές μπροστά στο ενδεχόμενο να την αποχωρισθεί. Εάν δεν συμβαίνει αυτό, τότε το παιδί παραμένει λιγότερο ή περισσότερο εγκλωβισμένο σε μια αμφιθυμική στάση απέναντι στη σχέση με τη μητέρα του από την οποία, συνήθως, δεν μπορεί να αποδεσμευτεί χωρίς εξειδικευμένη ψυχοθεραπευτική βοήθεια.
Η ισορροπία ανάμεσα στην υπερβολική και την ανεπαρκή παροχή αυτονομίας από την πλευρά της μητέρας είναι πολύ ευαίσθητη. Η προσπάθεια του μικρού παιδιού για αυτονομία μπορεί να πληγεί καθοριστικά από πολύ μικρή ηλικία, π.χ. διαμέσου μιας υπερπροστατευτικής στάσης της μητέρας. Στην περίπτωση αυτή, το παιδί υιοθετεί το φόβο της για τον εξωτερικό κόσμο, μη τολμώντας να τον εξερευνήσει και, με τον τρόπο αυτόν, να αυτονομηθεί σταδιακά από αυτήν. Από την άλλη, η μητέρα μπορεί να κάνει επιλογές που να είναι δυσανάλογες με αυτό που το παιδί μπορεί να αντέξει. Ίσως να μη βρίσκεται πάντα εκεί όταν το παιδί έχει την ανάγκη να επιστρέψει σε αυτήν για να επαναδιαβεβαιωθεί για τη διαθεσιμότητα και τη φυσική της παρουσία, κάτι που μπορεί να του δημιουργήσει την πεποίθηση πως η οποιαδήποτε απομάκρυνσή του από τη μητέρα είναι απειλητική, εμπεριέχοντας ακόμα και τον κίνδυνο εγκατάλειψής του.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα μιας 60χρονης γυναίκας της οποίας η μητέρα, εξαιτίας σοβαρών προσωπικών δυσκολιών, δεν κατάφερε να τη φροντίσει και, για το λόγο αυτό, την έστειλε από ηλικίας 2 μηνών να τη μεγαλώσουν οι γονείς της, με πολλά μπρος-πίσω του παιδιού ανάμεσα σε μητέρα και παππούδες για αρκετά χρόνια. Η γυναίκα αυτή, λοιπόν, ανέπτυξε από μικρό παιδί μια εντονότατη αίσθηση πως είναι ανάξια αγάπης, που ενεργοποιούνταν ακόμα και με την παραμικρότερη αφορμή (π.χ. εάν κάποιο εγγόνι της δεν πήγαινε άμεσα στην αγκαλιά της -όταν αυτή το καλούσε- επειδή εκείνη τη στιγμή το παιδί τύχαινε να παίζει).
Αίσθημα εγκατάλειψης
Το αίσθημα εγκατάλειψης ενός παιδιού ή/και ενήλικα, που ενεργοποιείται ακόμα και μετά από μία «ανώδυνη» για τους περισσότερους ματαίωση, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε μια ανεπαρκώς εξελιγμένη σχέση δεσμού, κυρίως με τη μητέρα.
Ο τρόπος που ένα παιδί κατοπτρίζεται μέσα από το βλέμμα, το είδος της σωματικής επαφής και από την εν γένει αντιμετώπισή του από τους γονείς του επηρεάζει αποφασιστικά και εφόρου ζωής την εικόνα που αποκτά για τον εαυτό του, καθορίζοντας το πόσο αποδεκτό, επαρκές και άξιο αγάπης αισθάνεται πως είναι.
Τα παιδιά, γενικώς, διαθέτουν από τη φύση τους μια εκπληκτική ικανότητα προσαρμογής ώστε να «επιβιώνουν» ψυχικά. Όμως, όσο σημαντικές και αν είναι αυτές οι στρατηγικές προσαρμογής, ιδιαίτερα στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, έχουν, συχνά, σοβαρές συνέπειες μακροπρόθεσμα καθώς τείνουν να διατηρούνται και στη διάρκεια της ενήλικης ζωής, αναστέλλοντας και «ευνουχίζοντας» σημαντικές πλευρές του αληθινού εαυτού του ενήλικου πλέον παιδιού που μπορεί να νιώθει ανάξιο, να μην του είναι εύκολο να εμπιστεύεται άλλους, να μην είναι σε θέση να αναγνωρίζει τις πραγματικές του ανάγκες, που να νιώθει -άνευ λόγου και αιτίας- πως είναι κακό άτομο, και που να μη γνωρίζει ποιος πραγματικά είναι μακριά από τη μητέρα του και τον καθορισμό του διαμέσου αυτής, όποιος και αν είναι αυτός ο καθορισμός…
Τι μπορεί να περιμένει ένα ενήλικο παιδί και τι θα μπορούσε να κάνει;
Όπως προαναφέραμε, το πρώτο, μα καθόλου εύκολο πράγμα που θα πρέπει να κάνουμε είναι να παραδεχθούμε και να αποδεχθούμε την πραγματική μας κατάσταση και πως η μητέρα μας δεν μπορεί να δώσει κάτι περισσότερο, διότι, όπως γνωρίζουμε, «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Μία τέτοιου είδους παραδοχή, όσο επώδυνη και αν είναι, μπορεί να δημιουργήσει σταδιακά μια αίσθηση ελευθερίας και ανακούφισης, καθώς δίνει τη δυνατότητα επιλογής του είδους της σχέσης που θα θέλαμε να έχουμε με τη μητέρα μας ώστε να νιώθουμε καλύτερα.
Κάτι που, επίσης, θα μπορούσε να βοηθήσει είναι η προσπάθεια κατανόησης του τι μπορεί να βρίσκεται πίσω από μια τέτοιου είδους συμπεριφορά, ανεπάρκεια ή στάση της μητέρας μας. Εάν, πάλι, δεν καταστεί δυνατή η εύρεση κάποιας υπαρκτής και επαρκούς εξήγησης, ίσως βοηθούσε η δημιουργία έστω και μίας πιθανής τέτοιας. Είναι πολύ σημαντικό να καταφέρουμε να απαλλαγούμε, όσο το δυνατόν περισσότερο, από τη μέγγενη της αίσθησης πως εμείς οι ίδιοι φταίμε και πως δεν αξίζαμε, ως παιδιά, τίποτα το καλύτερο…
Εάν καταφέρουμε και φθάσουμε ως εδώ, κατόπιν μπορούμε να αποφασίσουμε εάν θέλουμε να συμφιλιωθούμε ή όχι με τη μητέρα μας και να επιλέξουμε το είδος της σχέσης που θα επιθυμούσαμε να έχουμε μαζί της ή τον τρόπο ζωής μας δίχως αυτήν. Σε μια προηγούμενη ανάρτηση με τίτλο «Συγχώρεση: η ικανότητα να συγχωρούμε», αναφέρω πως υπάρχουν περιπτώσεις όπου κάποια πολύ σημαντικά άτομα της ζωής μας μπορεί να μας έχουν προκαλέσει τόσο μεγάλο πόνο που να μας είναι αδύνατον να τα συγχωρήσουμε. Πόσο εύκολα μπορεί ένα παιδί να συγχωρέσει, για παράδειγμα, τη μητέρα του, που ενώ γνώριζε πως το κακοποιεί σεξουαλικά ο σύζυγος ή ο σύντροφός της, αυτή δεν έκανε το παραμικρό για να το προστατέψει;
Όταν μία μητέρα λειτουργεί ανεπαρκώς, ως τέτοια, για πολλά χρόνια ή από πάντα, δεν μπορούμε να περιμένουμε πως μπορεί να αλλάξει από μόνη της, ως δια μαγείας, μετατρεπόμενη σε μία συναισθηματικά ώριμη και γενναιόδωρη προς το παιδί της μητέρα. Δεν είναι σε θέση να κάνει κάτι διαφορετικό τόσο εύκολα γιατί η συμπεριφορά της αυτή αντιπροσωπεύει τον τρόπο λειτουργίας του ψυχισμού της. Είναι αλήθεια πως, αν της επισημανθεί διεξοδικά ο τρόπος που συμπεριφέρεται και πως αυτό θα πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξει για να μπορέσει να συνεχιστεί η σχέση, δεν θα ξέρει τι θα πρέπει να κάνει αντ΄αυτού. Αυτό σημαίνει πως το ίδιο το ενήλικο παιδί θα πρέπει να της υποδείξει εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισής του και το τι θα επιθυμούσε από αυτήν και τη σχέση τους. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να της πει: «Αντί να κρίνεις και να αποδοκιμάζεις συνέχεια τόσο εμένα τον ίδιο ως άτομο όσο και τις όποιες επιλογές μου, θα ΄θελα να προσπαθήσεις να δείξεις κάποιου είδους εκτίμηση προς το πρόσωπό μου ή επιδοκιμασία για ορισμένες τουλάχιστον επιλογές μου. Αν πάλι, κάποιες φορές, νιώσεις τη γνωστή σου ανάγκη να με κρίνεις, πήγαινε για λίγο σε ένα άλλο δωμάτιο ή βγες έξω για έναν μικρό περίπατο».
Με άλλα λόγια, θα πρέπει, κατά κάποιον τρόπο, να «εκπαιδεύσουμε» τη μητέρα μας στη διαχείριση αυτών των καταστάσεων, όπως ακριβώς θα κάναμε και με το παιδί μας που δεν μπορεί να διαχειρίζεται το θυμό του, να οριοθετείται, να αυτοελέγχεται κ.τ.λ.
Στις περισσότερες περιπτώσεις και μετά από τέτοιου είδους υποδείξεις, αυτό που συνήθως συμβαίνει -αρχικά τουλάχιστον- είναι η ενίσχυση της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς και η εμφάνιση έντονων αντιδράσεων θυμού και αποδοκιμασίας από την πλευρά της μητέρας. Εάν, όμως, δείξουμε συνέπεια και σταθερότητα στα όσα υποστηρίζουμε και κάποιες φορές φύγουμε από το σπίτι της, εάν συνεχίζει να έχει την ίδια συμπεριφορά, υπάρχουν αρκετές πιθανότητες τα πράγματα να βελτιωθούν στη συνέχεια.
Η οριστική διακοπή της σχέσης με ένα άτομο όπως η μητέρα μας είναι μια απίστευτα οδυνηρή υπόθεση και εμπειρία που δεν θα πρέπει να είναι η πρώτη μας επιλογή και πριν προσπαθήσουμε ειλικρινά και σοβαρά να βρούμε εναλλακτικές λύσεις. Μία, αρχικά, δοκιμαστική διακοπή της επικοινωνίας για 2-3 μήνες θα μπορούσε να δείξει αν μπορεί να έχει κάποιο αποτέλεσμα ή όχι. Όπως και να έχουν τα πράγματα, όμως, η τελική επιλογή είναι πάντα δική μας. Θα πρέπει να σταθμίσουμε και να αποφασίσουμε το αντίτιμο που, ούτως ή άλλως σε κάθε περίπτωση, είμαστε υποχρεωμένοι να πληρώσουμε…
Επίλογος
Όλοι μας έχουμε βαθιά ριζωμένη εντός μας την πεποίθηση πως οι γονείς -και κυρίως μία μητέρα- είναι συναισθηματικά γενναιόδωροι, ενθαρρυντικοί, προστατευτικοί, ανυστερόβουλοι και καλοπροαίρετοι απέναντι στα παιδιά τους. Σε αρκετές περιπτώσεις, όμως, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Υπάρχουν και γονείς που είναι εγωκεντρικοί, άκαμπτοι, αδίστακτοι και με μια απύθμενη ανάγκη να ελέγχουν απόλυτα και με κάθε κόστος το παιδί τους προς ίδιον όφελος…
Το να μεγαλώνει ένα παιδί δίπλα σε έναν τέτοιο γονιό επηρεάζει βαθύτατα και με τραγικό τρόπο ολόκληρη, συνήθως, τη ζωή του. Δεν αναφέρομαι σε γονείς που κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών και αλκοόλ ή που έχουν κάποια σοβαρή ψυχική νόσο με εμφανή συμπτωματολογία που χρίζει άμεσης φαρμακευτικής αγωγής και ψυχολογικής στήριξης. Αναφέρομαι, κυρίως, σε γονείς με ναρκισσιστική ή κάποιας μορφής μεταιχμιακή διαταραχή προσωπικότητας όπου τα δημιουργούμενα προβλήματα δεν είναι τόσο εμφανή για τον περίγυρο που, για το λόγο αυτό, δεν αντιλαμβάνεται εύκολα το δράμα που ζουν τα παιδιά των οικογενειών αυτών που επιτρέπουν να λεηλατούνται ψυχικά με αντίτιμο μια πρόσκαιρη ψευδαίσθηση «ασφάλειας» και ελπίδας για μελλοντική αποδοχή και αγάπη.
Θύτης δίχως θύμα δεν είναι δυνατόν να υπάρξει, για το λόγο αυτό, η καθήλωση του ενήλικου παιδιού στο ρόλο του αδικημένου και πικραμένου ιερομάρτυρα διαιωνίζει το δράμα του. Εάν διαπιστώσει πως του είναι αδύνατον να απεγκλωβιστεί από τον παραλυτικό εναγκαλισμό των αδυσώπητων ενοχών και της ανημπόριας του, θα πρέπει να σκεφθεί πολύ σοβαρά την αναζήτηση βοήθειας κάποιου έμπειρου ψυχοθεραπευτή ώστε να βρει τη δύναμη να αναγνωρίσει, δίνοντάς του σάρκα και οστά, το δικαίωμά του να ζει τη ζωή που το ίδιο επιθυμεί. Αν μη τι άλλο, να καταφέρει να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, εάν δεν καταστεί δυνατό να συμφιλιωθεί με το γονιό του. Αν δεν γίνει κάτι τέτοιο, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος μεταβίβασης των ίδιων προβλημάτων και στην επόμενη γενιά…
Τέλος, ποτέ δεν θα πρέπει να λησμονούμε πως μία μητέρα οφείλει –σε κάθε περίπτωση- να αγαπά το παιδί της, όχι όμως και το παιδί τη μητέρα του…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου