Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

0 Η ύστατη μάχη


Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Πάντα ήταν ραγδαίες.
Ανέκαθεν θυμάμαι πως η ροή πληροφοριών στην καθημερινότητά μου, έμοιαζαν με κρυστάλλινα νερά σε ελεύθερη πτώση από ύψος. Έμοιαζαν με καταρράκτη.

Η ορμή των νερών -το νοιώθω καθημερινά- πέφτει με τεράστια δύναμη πάνω στο σώμα μου. Αυτή η δύναμη, με συνοδεία ένα αγριεμένο βουητό που μου τρυπάει τα μηλίγγια, αυτή η ορμή είναι που με γονατίζει.Με ρίχνει στο έδαφος και με πιέζει να μείνω εκεί.

 
Είμαι ξαπλωμένος στο χώμα, το μυρίζω. Αυτή η όμορφη μυρωδιά της γης, του χώματος που ανακατέβεται με το νερό και γίνεται ένα. Για μια στιγμή ξεχνάω το βουητό, ξεχνάω τον πόνο και απλά μυρίζω το χώμα, τη γη. Την ζωή.

Και αντλώ απ'αυτήν μια ικμάδα δύναμης και προσπαθώ να σηκωθώ. Και τότε όλα επανέρχονται: Ο θυμός του καταρράκτη που εισβάλλει στον εγκέφαλό μου. Η πίεση του νερού. Ο πόνος στα κόκκαλά μου. Και νοιώθω πιο αδύναμος και σωριάζομαι και πάλι.

Σ'αυτή την πάλη με τον καταρράκτη βρίσκομαι εδώ και πολλά χρόνια. Με ρίχνει κάτω, οπλίζομαι, σηκώνομαι όρθιος, προτάσσω τα στήθη μου, προφυλάσσω το κεφάλι μου αποφεύγοντας τους πήδακες που πέφτουν αχόρταγοι πάνω στη σάρκα μου. Και ξαναγονατίζω, και ξαναπέφτω. Και πάλι σηκώνομαι, πιο αποφασιστικά.

Τα τελευταία χρόνια όμως, η μάχη έχει γίνει άνιση. Η ορμή του νερού είναι μεγαλύτερη αλλά αυτό δεν με πειράζει τόσο γιατί έχω μάθει να αποφεύγω το νερό που με απειλεί. Έχω διαμορφώσει εκείνα τα κριτικά χαρακτηριστικά που με βοηθούν να ξεχωρίσω το 'καλό' νερό από το 'κακό'.

Ξεχωρίζω το καλό νερό που θα μου τσιτώσει το δέρμα, θα το θρέψει και θα το ανακουφίσει, από το κακό νερό που περιέχει άλατα και βαρέα μέταλλα και θα με βλάψει.

Η μάχη έχει γίνει όμως άνιση γιατί πλέον δεν υπάρχει 'καλό' νερό. Η.. πηγή δεν βγάζει πια καθαρό νερό. Δεν στέρεψε, απεναντίας ρίχνει με περισσότερη δύναμη και μανία. Ξερνάει όμως σκουπίδια. Ξερνάει αρρώστεια, ιούς και σαπίλα. Ξερνάει φόβο και δυστυχία. Ξερνάει βρωμιά. "Σβουνιές". Και πνίγομαι.

Πέφτουν όλα αυτά με μανία πάνω μου και με ρίχνουν ξανά στο έδαφος. Αλλά η γη δεν βγάζει πια την ευωδία της. Το χώμα δεν είναι αγνό, ούτε το νερό. Αντί για την ευχάριστη μυρωδιά της λάσπης μυρίζω λύμματα, αποκαΐδια και μπίχλα. Και πνίγομαι.

Πρέπει να ξεφύγω απ'αυτόν τον υγρό τάφο μου. Βουλιάζω σ'ένα βόθρο που σίγουρα όταν ήμουν μικρός αλλιώς τον έβλεπα και αλλιώς τον φανταζόμουνα.

Τώρα όμως, με τη λυσσαλέα κραυγή του 'κακού' νερού που ξεπηδάει από την πηγή και τρυπάει τα σωθικά μου, με την μανία με την οποία μου ραπίζει το κορμί μου, το βλέπω καθαρά. Βουλιάζω σ'ένα λάκκο.

Σ'ένα λάκκο που τον έσκαψα μόνος μου από μικρός για να τον γεμίσω με όνειρα, παιχνίδια, λουλούδια και αγάπη. Και τώρα γεμίζει με σκουπίδια και απελπισία. Ο λάκκος έχει γίνει βόθρος κι εγώ βουλιάζω μέσα στα έγκατά του.

Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω τα όνειρά μου. Τα περισσότερα είναι ανεκπλήρωτα ακόμα. Βλέπω τα παιχνίδια μου. Βλέπω τους γονείς μου στεφανωμένους. Βλέπω μια μπάλα ποδοσφαίρου. Βλέπω ένα μπλε τετράδιο. Ένα εικόνισμα. Βλέπω ένα χαμόγελο, ένα φίλί και ένα τριαντάφυλλο. Βλέπω την ζωή μου πώς αναμειγνύεται με τα απορρίματα και διαλύεται.

Σηκώνω το κεφάλι μου, πέρα από τον υγρό μου τάφο και βλέπω κι άλλους καταρράκτες. Κι άλλους βόθρους. Κι άλλους συνανθρώπους μου να πασχίζουν να ξεφύγουν, να αγωνιούν, να φωνάζουν, να κλαίνε, να απελπίζονται. Να παραδίνονται...

Και πεισμώνω γιατί δεν θέλω να χαθούν άδοξα αυτά που έζησα, αυτά που δημιούργησα και αυτά που περιμένουν υπομονετικά να πάρουν μορφή.

Θέλω να συνεχίσω, να ολοκληρώσω όπως μπορώ καλύτερα την ζωή μου. Να παραδώσω την σκυτάλη, την ίδια σκυτάλη που μου έδωσαν οι γονείς μου, να την παραδώσω στα παιδιά μου. Αναλλοίωτη.

Γι'αυτά που βλέπω γύρω μου να διαλύονται, γι'αυτά πρέπει να δώσω την ύστατη μάχη. Την μάχη να σηκωθώ, να ξεφύγω κατ'αρχάς από τον ανελέητο πίδακα βρωμιάς που θερίζει τη ζωή μου.

Να βοηθήσω τον διπλανό μου να ξεφύγει κι αυτός. Και μετά όλοι μαζί να κινήσουμε και να κλείσουμε τους καταρράκτες μπόχας που μας δολοφονούν. Μόνος μου δεν μπορώ.

Μαζί με τους διπλανούς μου όμως μπορώ. 
Αρκεί να πω ένα μεγάλο 'Όχι'.

Να σηκώσω το κεφάλι προς τον καταρράκτη και να του φωνάξω με το μυαλό και το λαρύγγι μου ότι δεν θα με νικήσει. Το έχω υποχρέωση σ'αυτούς που με φέρανε στον τόπο αυτό και σ'αυτούς που θα φέρω εγώ.

Δεν θα με νικήσει. Εγώ θα νικήσω!

Β.Σ.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου