Τρίτη 3 Μαΐου 2011

0 Η συνέντευξη του καθηγητή Γ. Πρεβελάκη

Σήμερα οι μεγαλοκαρχαρίες χρησιμοποιούν την γενικευμένη «διαφθορά» για να προστατεύσουν τις δικές τους ατασθαλίες.” “Κατηγορώντας εκ περιτροπής όλο τον ελληνικό λαό για διαφθορά, δημιουργείται μια προστατευτική ασπίδα για τους πραγματικούς υπευθύνους.”

Ερώτηση: Στις μέρες μας οποιοσδήποτε αναφέρεται σε εθνικά ζητήματα, χαρακτηρίζεται ως εθνικιστής και φοβικός. Για ποιο λόγο το εθνικό θεωρείται μία υποτιμημένη ιδιότητα;

Απάντηση: Η γενεά του baby boom είτε αχρηστεύθηκε ιδεολογικά υιοθετώντας την αμερικανική χρησιμοθηρία και τον αντιδιανοουμενισμό είτε εθήτευσε στην κομμουνιστική ιδεολογία. Με την σταδιακή βιολογική εξαφάνιση των διανοουμένων που έζησαν στον Μεσοπόλεμο, η Αριστερά κυριάρχησε στον ιδεολογικό χώρο, καθώς δεν υπήρχε αντίπαλον δέος.


Η αμφισβήτηση του Μαρξισμού και κατόπιν η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν προκάλεσαν την αναμενόμενη ανανέωση, καθώς οι παλαιοί μαρξιστές αντικατέστησαν τον προλεταριακό με τον φιλελεύθερο διεθνισμό. Παλαιοί κομμουνιστές μετετράπησαν σε ενθέρμους οπαδούς του «ανθρωπιστικού πολέμου», δηλαδή της κατάργησης της εθνικής κυριαρχίας.

Το στερεότυπο του φοβικού εθνικιστή προέρχεται από την απουσία εμπνευσμένου και πεπαιδευμένου ιδεολογικού λόγου ο οποίος να υπερασπίζεται τις εθνικές αξίες. Αφήνεται έτσι το πεδίο ελεύθερο σε διάφορες εκδοχές του λαϊκισμού, είτε ακροδεξιές είτε αριστερίζουσες, συχνά με αποχρώσεις αντισημιτισμού.

Ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε ξεπερασμένες αριστερές θεωρίες και σε εθνικιστικά παραληρήματα έχει δημιουργήσει ένα κλίμα ιδεολογικής τρομοκρατίας. Ανασφαλείς, οι εκπρόσωποι των δύο ρευμάτων επιτίθενται από κοινού σε όσους κινητοποιούν γνώσεις και φαντασία για να ανανεώσουν τα πνευματικά θεμέλια του εθνικού συμβολαίου. Δεν είναι ασύνηθες να κατηγορείται κάποιος πότε ως αντιδραστικός και πότε ως προδότης.

Ερώτηση: Θεωρείτε ότι το όνομα “Μακεδονία” ή οποιοδήποτε παράγωγό του είναι σημείο στο οποίο πρέπει να επιμείνει η ελληνική εξωτερική πολιτική στις διαπραγματεύσεις της με την ΠΓΔΜ;

Απάντηση: Με την Ελλάδα εξαιρετικά εξασθενημένη στην διεθνή σκηνή, μια υποχώρηση σε ένα θέμα το οποίο έχει κοστίσει τεράστιο πολιτικό και διπλωματικό κεφάλαιο δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί ως δείγμα αδυναμίας και συνθηκολόγησης. Θα οδηγήσει, επομένως, σε πρόσθετες διεκδικήσεις πανταχόθεν.

Ερώτηση: Τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει μία προσπάθεια συγγραφής μίας κοινής ιστορίας για της χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Λέγεται ότι για την συμφιλίωση και την συνεργασία των χωρών πρέπει οι χώρες να ξαναγράψουν την ιστορία τους από κοινού ή να αναδείξουν τα κοινά τους στοιχεία. Αυτή είναι θεμιτή επιστημονική τακτική; Πως κρίνετε την εκπομπή του ΣΚΑΙ «1821» ;

Απάντηση…



Ο όρος «κοινή ιστορία» είναι αντιεπιστημονικός. Συνεπάγεται την συγκόλληση εθνικών ιστορικών διηγήσεων οι οποίες είναι εγγενώς αντιφατικές, λόγω του ρόλου της ιστοριογραφίας στις γεωπολιτικές ανακατατάξεις τις οποίες η Δύση ονόμασε «Ανατολικόν Ζήτημα». Για να προκύψει μία ενιαία διήγηση χρειάζεται να αφαιρεθούν όλα τα στοιχεία που εννοιοδοτούν τον ιστοριογραφικό λόγο κάθε έθνους της περιοχής μας. Το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι εξαιρετικά ανιαρό. Ταυτοχρόνως, η απάλειψη των γεγονότων που διαιρούν, όπως οι εκατέρωθεν αγριότητες, προσβάλλει τους απογόνους των θυμάτων και οδηγεί σε συναισθηματικές αντιδράσεις, με πολιτικές συνέπειες αντίθετες προς τις επιδιωκόμενες.

Η ανασύνθεση των ιστορικών αναπαραστάσεων με στόχο την βελτίωση των σχέσεων καλής γειτονίας δεν είναι υπόθεση ιστορικής κοπτοραπτικής. Χρειάζεται ένα νέο «παράδειγμα» (με την έννοια του Thomas Kuhn). Στοιχεία και κατευθύνσεις μπορούν να αναζητηθούν είτε στο έργο μεγάλων ιστορικών, όπως του Arnold Toynbee, ή σε συναφείς επιστήμες όπως είναι η Γεωγραφία ή η Ανθρωπολογία. Όμως ένα τέτοιο σχέδιο δεν θα αμφισβητούσε μόνο τα εθνικιστικά στερεότυπα, αλλά και τον «Φωταδισμό»- για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Χρήστου Γιανναρά. Δεν είναι, λοιπόν, δυνατόν να προκύψει από τους ίδιους παράγοντες που προωθούν την «κοινή ιστορία».

Η εκπομπή του ΣΚΑΙ «1821» άνοιξε το κουτί της Πανδώρας. Δεν είναι, βέβαια, δυνατόν να παραμένουμε στον 19ο αιώνα ως προς τις εθνικές αναπαραστάσεις, ιδιαίτερα σήμερα που ο κόσμος μετασχηματίζεται με ιλιγγιώδη ρυθμό. Ίσως το timing δεν είναι κατάλληλο, δηλαδή σε μια στιγμή όπου το ηθικό της ελληνικής κοινωνίας είναι στο ναδίρ. Το κύριο, όμως, πρόβλημα είναι ότι στην εκπομπή αυτή η αποδόμηση δεν συνοδεύεται από αναδόμηση.

Ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της εποχής μας, ο William H. McNeill, έχει ασχοληθεί εκτενώς με το ζήτημα της πολιτικής επιρροής της ιστοριογραφίας. Εισήγαγε τον όρο Mythistory για να περιγράψει το μείγμα μύθου και αληθείας, το οποίο συγκροτεί κάθε συλλογική ιστορία: «Η αναλλοίωτη και αιώνια Αλήθεια παραμένει μία εσχατολογική ελπίδα, όπως η Βασιλεία των Ουρανών. Αυτό που διαθέτουμε είναι η Μυθιστορία –ένα χρήσιμο όργανο για να κατευθύνουμε τις ανθρώπινες ομάδες στις συναντήσεις τους μεταξύ τους και με το φυσικό περιβάλλον»[1]. Σε ένα άλλο άρθρο του, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Foreign Affairs το 1982 με τίτλο «The Care and Repair of Public Myth», επισημαίνει την πολιτική σημασία του δημοσίου μύθου και την υπευθυνότητα η οποία πρέπει να πρυτανεύει όταν χειριζόμαστε, ως επιστήμονες, το τόσο ευαίσθητο αυτό πολιτικό υλικό: «…η ανάδραση μεταξύ μύθου και πράξης προχωράει ομαλά και αποτελεσματικά μόνο όταν η καταστροφή και η αναδόμηση των γενικών προτάσεων για τον κόσμο με τις οποίες συμφωνεί το κοινό παραμένουν λίγο-πολύ σε ισορροπία. Όταν καταστρέφουμε την πίστη σε παλαιούς μύθους, χωρίς να βρίσκουμε νέους για να τους αντικαταστήσουμε, διαβρώνουμε την βάση για κοινή δράση η οποία ένωνε κάποτε όσους πίστευαν σε ένα δημόσιο σώμα, ικανό να δρα συλλογικά»[2].

Η οξεία αντιπαράθεση την οποία προκάλεσε η εκπομπή απεκάλυψε το τεράστιο έλλειμμα παιδείας που έχει συσσωρευτεί τις τελευταίες δεκαετίες. Ως συνέπεια, ο διάλογος έχει γίνει σχεδόν αδύνατος. Συχνά οι συνομιλητές θεωρούν ότι διαφωνούν, ενώ στην πραγματικότητα συμφωνούν· και αντιστρόφως. Δεν διαθέτουν τα εννοιολογικά εργαλεία για να επεξεργαστούν όσα ακούν. Τυπικό παράδειγμα αποτελεί το ζήτημα της συνεχείας του ελληνικού έθνους. Με εξαίρεση όσους ελαχίστους υποστηρίζουν την βιολογική συνέχεια, όλοι οι υπόλοιποι συμφωνούν ως προς την παρουσία στοιχείων πολιτισμικής συνεχείας από την Αρχαιότητα· επίσης, και ως προς τον καθοριστικό ρόλο διανοουμένων όπως ο Αδαμάντιος Κοραής στην διαμόρφωση μιας νεωτερικής εθνικής συνείδησης. Οι αντιπαραθέσεις αφορούν πολύ περισσότερο διαφορετικές αφετηρίες στους ορισμούς και πολύ λιγότερο την ουσία. Λίγοι όμως το κατανούν.

Οι δυσκολίες αυτές δείχνουν πόσο έχει βλάψει η αντίληψη ότι η ανθρωπιστική παιδεία αποτελεί περιττεύουσα πολυτέλεια. Προς τι η γνώση της «χρηστικής» αγγλικής γλώσσας και η δεξιοτεχνία στην Πληροφορική σε κοινωνίες ανίκανες να καθορίσουν αυτόνομα την πορεία τους, καθώς τα μέλη τους έχουν απωλέσει την ικανότητα του σκέπτεσθαι και διαλέγεσθαι; Το «ικανό να δρα συλλογικά δημόσιο σώμα» είναι καταδικασμένο σε εξαφάνιση, όταν δεν μπορεί να ανανεώνει την «Μυθιστορία» του, επειδή τα μέλη του έχουν καταστεί οιονεί κωφάλαλα λόγω απαιδευσιάς.


Ερώτηση: Σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, όπου όπως φαίνεται, τον σημαντικότερο ρόλο των επιτελούν οι τράπεζες και οι επενδυτικοί οίκοι, ποια είναι η σημασία και η αξία των διεθνών οργανισμών;

Απάντηση: Δεν θα συμφωνήσω ως προς τον ρόλο τους. Σε ένα παγκόσμιο σύστημα, το οποίο γίνεται ολοένα και περισσότερο σύνθετο, δυναμικό και δυσπρόβλεπτο, οι τράπεζες και οι επενδυτικοί οίκοι αποτελούν ένα παράγοντα ανάμεσα σε πολλούς άλλους· όπως τα κράτη, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, οι διασπορές ακόμη και τα δίκτυα του οργανωμένου εγκλήματος. Ο ρόλος και το βάρος τους αλλάζουν με τις οικονομικές και πολιτικές συγκυρίες, αλλά και ανάλογα με την δύναμη και την αποφασιστικότητα των κρατών. Άλλη επίδραση ασκούν στην Ελλάδα και άλλη στην Κίνα.

Η αδυναμία των διεθνών οργανισμών δεν προέρχεται τόσο από την αντιπαράθεσή τους με ισχυρές δυνάμεις της αγοράς όσο από εσωτερικούς περιορισμούς. Στις εγγενείς αδυναμίες τους συγκαταλέγεται ο διακρατικός τους χαρακτήρας και οι εσωτερικές ανισότητες (π.χ. τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας ως προς τα άλλα κράτη στα Ηνωμένα Έθνη, ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στο ΝΑΤΟ). Είμαστε ακόμη μακρυά από το ιδανικό της Παγκόσμιας Κοινότητας. Αντιθέτως, τα ισχυρά κράτη τείνουν να χειραγωγούν τους διεθνείς οργανισμούς, δηλαδή να τους υποτάσσουν στα δικά τους εθνικά συμφέροντα.

Μείζονα πηγή αδυναμίας αποτελεί και το αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα στα μέσα που διαθέτουν οι διεθνείς οργανισμοί και στις προκλήσεις ενός ενοποιημένου πλέον κόσμου ο οποίος μετασχηματίζεται ταχύτατα. Η συμπίεση χώρου και χρόνου δημιουργεί μιά εξαιρετικά δυναμική πραγματικότητα, την οποία οι διεθνείς οργανισμοί προσπαθούν να θέσουν υπό έλεγχο με εργαλεία μιας άλλης εποχής. Οι κινήσεις των κεφαλαίων συμβάλλουν σημαντικά στην δυναμική, ρευστή και σχεδόν ανεξέλεγκτη πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αναδύεται ο ρόλος των τραπεζών και των επενδυτικών οίκων. Το πρόβλημα όμως είναι βαθύτερο.

Είτε οι διεθνείς θεσμοί θα προσαρμοστούν στις νέες πραγματικότητες είτε θα οδηγηθούμε σε κάποιας μορφής αναστροφή της Παγκοσμιοποίησης. Το πιθανότερο είναι να διαμορφωθεί ένα μείγμα από τις δύο αυτές εκδοχές. Όμως, οι αλλαγές τις οποίες συνεπάγεται αυτή η διορθωτική πορεία θα προκύψουν μετά από κρίσεις. Ούτε τα κράτη είναι πρόθυμα να εγκαταλείψουν κυριαρχικά δικαιώματα ούτε οι δυνάμεις που συνδέονται με την Παγκοσμιοποίηση πρόκειται να παραδοθούν αμαχητί.

Ερώτηση: Η Ευρωπαϊκή Ένωση μετά και την διεύρυνσή της προς την Νοτιοανατολική Ευρώπη έχει συμπεριλάβει όλες σχεδόν τις Ευρωπαϊκές χώρες. Πιστεύετε ότι οι πολιτιστικές-κοινωνικές αντιθέσεις ανάμεσα στις χώρες είναι ισχυρότερες από τις ομοιότητες; Ποια είναι τελικά να κοινά χαρακτηριστικά ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε. και, αν αυτά υπάρχουν πράγματι, αποτελούν σημείο επικοινωνίας και συνεργασίας των χωρών;

Απάντηση: Αναπόφευκτα η διεύρυνση εισάγει ετερογένεια. Για να ξεπεραστούν τα προβλήματα συνοχής που προκύπτουν, επινοήθηκε η πολιτική της οικονομικής σύγκλισης. Βέβαια, η ελληνική περίπτωση διέψευσε τις προσδοκίες αφού, μετά από τρεις δεκαετίες «σύγκλιση», η χώρα έφθασε στην χρεωκοπία.

Ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα της οικονομιστικής αυτής προσέγγισης -ή μάλλον ακριβώς λόγω των αποτελεσμάτων αυτών- η διεύρυνση απαιτεί τον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας της Ευρώπης. Οι λαοί, όμως, της Δυτικής Ευρώπης δυσκολεύονται να τον δεχθούν. Επιθυμούν τα υλικά οφέλη από την διεύρυνση, δηλαδή την συγκρότηση ενός γεωοικονομικού συνόλου στην κλίμακα του υπό διαμόρφωση πολυπολικού κόσμου, χωρίς το πνευματικό κόστος της πολιτισμικής αλλαγής. Αυτή την διάθεση εξέφραζε η άποψη ότι πριν από την διεύρυνση έπρεπε να προχωρήσει η εμβάθυνση. Η σκέψη ήταν να εμπεδωθεί πλήρως, σε κλειστό κύκλο, το ευρωπαϊκό πρότυπο και, κατόπιν, να επιβληθεί προς τα έξω, σύμφωνα με την λογική κέντρου-περιφερείας.

Η αντίληψη αυτή ανήκει σε άλλα συστήματα και εποχές. Αντιστοιχεί στην ιστορική εμπειρία της οικοδόμησης των εδαφικών εθνικών κρατών. Προϋποθέτει βίαιη επιβολή (όπως στον αμερικανικό Εμφύλιο), την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση αποκλείει. Θεωρήθηκε ότι η βία θα μπορούσε να αντικατασταθεί με την οικονομική ενίσχυση, εν συνδυασμώ με το soft-power (την πάλαι ποτε προπαγάνδα). Τα σημερινά οικονομικά αδιέξοδα αποκαλύπτουν τον ουτοπικό χαρακτήρα της στρατηγικής αυτής.

Η Ευρώπη οφείλει να ενσωματώσει ένα μέρος από την αυτοκρατορική γεωπολιτική σοφία, χάρη στην οποία ο συγκεντρωτισμός συνδυαζόταν με την αυτονομία, η ενότητα με την ελαστικότητα. Πρέπει, επίσης, να αναζητηθεί ένα νέο ιδεολογικό σχήμα, το οποίο θα επιτρέψει σε όλους τους λαούς που εντάσσονται στο ευρωπαϊκό σύστημα να αισθάνονται ισότιμα πολιτισμικά μέλη και όχι «ιθαγενείς». Αυτό δεν είναι δυνατόν όσο η Ευρώπη θεμελιώνει την μνήμη της στον Καρλομάγνο, όσο οι ιδεολόγοι της υποστηρίζουν ότι η ευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα δημιουργείται χάρη στο διαζύγιο με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (πρβλ. Rémi Brague, Europe, la voie romaine, Παρίσι, Criterion, 1992). Η γεωγραφική διεύρυνση προς Νότο και Ανατολή συνεπάγεται ιστορική προέκταση, τουλάχιστον ώς τους Ελληνιστικούς χρόνους. Το κέντρο της Ευρώπης, πολιτισμικά τουλάχιστον, πρέπει να μετακινηθεί από τις Βρυξέλλες στην Αθήνα. Ιδανικά, στα σχολεία της Ευρώπης θα έπρεπε να διδάσκεται και η αλεξανδρινή κοινή.

Ερώτηση: Η Ελλάδα αποτελεί το ένα άκρο των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μήπως τελικά, λαμβάνοντας υπόψη τις εξοπλιστικές μας δαπάνες, αυτό μας έχει κοστίσει υπερβολικά; Θα μπορούσαμε να είχαμε αξιοποιήσει διαφορετικά το γεγονός αυτό;

Απάντηση: Οι εξοπλιστικές μας δαπάνες είναι συνάρτηση των προβλημάτων με την Τουρκία. Δεν σχετίζονται με τα ευρωπαϊκά σύνορα. Για τον έλεγχο της κυκλοφορίας από και προς το ευρωπαϊκό έδαφος, ο καταμερισμός του κόστους στο ευρωπαϊκό σύνολο είναι απολύτως εφικτός. Αυτό όμως δεν επιλύει το ζήτημα της δυναμικής ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, η οποία συνεπάγεται αναγκαστικά προσπάθειες και θυσίες σε εθνικό επίπεδο.

Η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μειώνει τον κίνδυνο πολέμου με την Τουρκία, χωρίς να τον απαλείφει τελείως. Η απειλή πολέμου, έστω και αν γίνεται ολοένα και λιγότερο πειστική, χρησιμοποιείται συστηματικά από την Τουρκία, στην προσπάθειά της να αμφισβητήσει το status quo. Επομένως, χρειάζεται η ελληνική στρατιωτική ετοιμότητα. Βέβαια, οι εξοπλισμοί αχρηστεύονται αν δεν συνοδεύονται από το ανάλογο ηθικό.

Eρώτηση: Η Ελληνική κοινωνία ζει μία δύσκολη ιστορική στιγμή. Ποια είναι τα αίτια αυτής της εθνικής υποτίμησης; Έχει τελικά διαφθαρεί και η κοινωνία μαζί με το πολιτικό σύστημα;

Απάντηση: Ο όρος «διαφθορά» συσκοτίζει. Στην Ελλάδα ο μη «διεφθαρμένος» δεν επιβιώνει. Ο επιχειρηματίας ο οποίος λειτουργεί με τον Σταυρό και το Ευαγγέλιο ασφαλώς θα χρεωκοπήσει. Ο οικογενειάρχης δημόσιος υπάλληλος είναι εγκλωβισμένος στο ηθικό δίλημμα είτε να προδώσει τον όρκο του είτε να εγκαταλείψει τους ηλικιωμένους γονείς και τα παιδιά του σε ανεπαρκείς γιατρούς ή σε ανάλγητους διδασκάλους. Όταν όλοι είναι «διεφθαρμένοι», η διαφθορά χάνει την σημασία της, οι ευθύνες διαχέονται, οι πολίτες αισθάνονται ένοχοι και παροπλισμένοι.

Πρόκειται για ολόκληρο σύστημα, τις καταβολές του οποίου μπορούμε ίσως να αναζητήσουμε στην παράνομη δόμηση, την οποία ανέχθηκε το Κράτος έναντι της πολιτικής και κομματικής εξάρτησης. Η πολιτική αυτή, η οποία αιχμαλώτισε τον κοσμάκη στα πελατειακά δίκτυα κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, γενικεύθηκε μετά το 1981, νομιμοποιήθηκε ηθικά με πρωθυπουργικές δηλώσεις και δημιούργησε ένα ευρύτατο σύστημα συνενοχών και διαπλοκών. Παλαιότερα, ο μεγαλοϊδιοκτήτης γης οχυρωνόταν πίσω από τον πένητα παράνομο οικιστή: έτσι εξασφάλιζε την ένταξη στο σχέδιο, μαζί με το αγροτεμάχιο που του είχε πωλήσει, και των γειτονικών εκτάσεων που είχε κρατήσει για τον εαυτό του. Σήμερα οι μεγαλοκαρχαρίες χρησιμοποιούν την γενικευμένη «διαφθορά» για να προστατεύσουν τις δικές τους ατασθαλίες. Η ανάμειξη των διαφόρων κοινωνικών κατηγοριών και στρωμάτων μέσα στην ίδια κατηγορία των «διεφθαρμένων» δημιουργεί ένα μονόλιθο σήψης, τον οποίο κανένα Μνημόνιο δεν μπορεί να διασπάσει. Έτσι η Ελλάδα έχει καταστεί Ακυβέρνητη Πολιτεία- κατά τον όρο του Στρατή Τσίρκα. Όλοι, των πολιτικών συμπεριλαμβανομένων, καταγγέλλουν την «διαφθορά», όμως όλοι φοβούνται την εφαρμογή των νόμων.

Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση που ανακαλεί την Χούντα. Και τότε, θεωρητικά, όλοι οι Έλληνες ήσαν εξ ορισμού «χουντικοί», αφού επί επτά συναπτά έτη δεν υπήρχε ζωή εκτός Χούντας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατόρθωσε να προχωρήσει στις δίκες της αποχουντοποίησης, αφού προηγουμένως αμνήστευσε de facto την συντριπτική πλειονότητα των «χουντικών».

Σήμερα γίνεται το αντίθετο. Κατηγορώντας εκ περιτροπής όλο τον ελληνικό λαό για διαφθορά, δημιουργείται μια προστατευτική ασπίδα για τους πραγματικούς υπευθύνους. Οι δηλώσεις του Προέδρου και του αντι-Προέδρου της Κυβερνήσεως, η συμβολική «μαζί τα φάγαμε», συμβάλλουν, συνειδητά ή μη, στην διαμόρφωση μιας αντιδραστικής διαταξικής συσπείρωσης: ο «νονός» του οργανωμένου εγκλήματος κρατάει όμηρο τον κλητήρα της Πολεοδομίας, στο όνομα της κοινής συμμετοχής στην «διαφθορά».

Ερώτηση: Πολύ μελάνι έχει χυθεί τελευταία για την ΑΟΖ. Θα πρέπει τελικά η Ελλάδα να προχωρήσει στην αναγνώριση της δικής της ΑΟΖ ή όχι; Πρέπει το θέμα αυτό να τεθεί στις διαπραγματεύσεις της Ελλάδος με την Τουρκία;

Απάντηση: Πρόκειται για ζήτημα στο οποίο εμπλέκονται πολλά και ισχυρά συμφέροντα. Δεν μπορεί να δοθεί απάντηση μεμονωμένα, χωρίς συσχέτιση με μια συνολική εθνική στρατηγική, η οποία όμως δύσκολα μπορεί να ανευρεθεί στην σημερινή πολιτική συγκυρία.

Η οικονομική κατάσταση έχει μειώσει τα περιθώρια κινήσεων. Οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται καταφανώς αλλού. Η επεξεργασία μακροπρόθεσμης στρατηγικής μοιάζει άχρηστη ακαδημαϊκή ενασχόληση. Τι νόημα, άλλωστε, μπορεί να έχει όταν εχθές ο κ. Παπανδρέου επεδίωκε την ελληνοτουρκική προσέγγιση και τώρα συντάσσεται με το Ισραήλ εναντίον της Τουρκίας;

Προς το παρόν πρέπει να δοθεί έμφαση στην τακτική. Οι διπλωμάτες οφείλουν να κινητοποιήσουν ευφυϊα και πατριωτισμό, ώστε όσο το δυνατόν περισσότερα εθνικά ζητήματα να παραμείνουν ανοικτά, εν αναμονή καλυτέρων ημερών.

Όπως είχε πει κάποτε ο François Mitterand, επείγει να περιμένουμε (« il est urgent d’attendre »).

Ερώτηση: Ας αναφερθούμε λίγο και στο θέμα της Παιδείας. Έχετε παρακολουθήσει τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στον τομέα αυτό; Μήπως η οικονομική κρίση υποσκάπτει τις προσπάθειες για μία καλύτερη Παιδεία;

Απάντηση: Ο οικονομικός παράγων είναι δευτερεύων. Σημασία έχει η σχέση διδασκόντων και διδασκομένων. Μπορεί η Παιδεία να είναι εξαίρετη υπό κακές υλικές συνθήκες και άθλια υπό συνθήκες πλούτου.

Η ελληνική εμπειρία το επιβεβαιώνει. Η υποανάπτυκτη Ελλάδα των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών έφτιαχνε élite, με αποτέλεσμα να διαπρέπουν οι νέοι Έλληνες που ξενιτεύονταν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα μεγάλα Πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής είναι γεμάτα από Έλληνες καθηγητές. Αντιθέτως, η πληθωρική χρηματοδότηση του εκπαιδευτικού συστήματος κατά τις τελευταίες δεκαετίες (εφ’όσον συναθροίσουμε στα όσα διαθέτει το Κράτος και τα έξοδα για φροντιστήρια, ιδιωτικά μαθήματα κ.ο.κ.) έχει απογοητευτικά αποτελέσματα.

Δεν αποκλείεται η κρίση να λειτουργήσει θετικά, επειδή ενδέχεται να επαναφέρει στην επιφάνεια τις αξίες της σοβαρότητας, της εργατικότητας και της πειθαρχημένης σκέψης, ως εφόδια για την επιβίωση σε ένα περισσότερο ανταγωνιστικό και λιγότερο παρασιτικό περιβάλλον. Επίσης, αν μειωθεί, λόγω οικονομικών δυσχερειών, η βιομηχανία των ιδιαιτέρων μαθημάτων, ίσως το επάγγελμα του εκπαιδευτικού ξαναγίνει λειτούργημα.

Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις, αποτελούν ένα συνονθύλευμα από παλαιές ιδέες, πολλές από τις οποίες δεν είναι χωρίς αξία, όπως η επαναφορά των πειραματικών σχολείων. Είναι όμως αποκομμένες από την στρατηγική μέσα στην οποία είχαν προταθεί παλαιότερα. Επί πλέον συνοικούν με συζητήσεις και αποφάσεις σε πλήρη αντίφαση μαζί τους, όπως η τάση να μειωθεί η διδασκαλία της Ιστορίας και της γλώσσας. Εξάλλου, ο κόσμος της εκπαίδευσης έχει αλλάξει από την εποχή της προσπάθειας του Βασίλη Κοντογιαννόπουλου, από την οποία και αντλούνται τα περισσότερα στοιχεία. Ενδεικτικά αναφέρω την ραγδαία παγκοσμιοποίηση της Ανωτάτης Εκπαίδευσης και την ανάδυση του πολιτισμικού παράγοντα, όπως η θρησκεία, στην διεθνή πολιτική.

Δεν αρκεί λοιπόν η συμπίληση από συχνά κακοχωνεμένες ξένες διαδικασίες και ιδέες που δεν εφαρμόστηκαν όταν έπρεπε, καθώς προσέκρουσαν στις βίαιες αντιδράσεις όσων σήμερα κόπτονται για την υιοθέτησή τους. Χρειάζεται συνολική σύλληψη, με όραμα προς το μέλλον.

Αλλαγή στην Εκπαίδευση δεν είναι δυνατή χωρίς την συμμετοχή και την συνεργασία των εκπαιδευτικών. Αν θεωρούνται συλλήβδην «διεφθαρμένοι», το μόνο πρόβλημα που επιλύεται είναι να απαλλάσσονται από την ευθύνη οι πολιτικοί παράγοντες που συνέβαλαν στην σημερινή κατάσταση. Όταν οι Πανεπιστημιακοί απειλούνται με αμφιβόλου αξιοπιστίας διαδικασίες αξιολόγησης και με δοτές διοικήσεις, το ήδη κακό σύστημα, το οποίο κάπως ισορροπούν οι ολίγοι αντιστεκόμενοι, κινδυνεύει να καταποντιστεί τελείως. Η κατάργηση των εγγυήσεων-προνομίων στους Πανεπιστημιακούς, αντί να θίξει το ισχυρό κατεστημένο, θα χρησιμοποιηθεί από αυτό για να εξοντώσει προληπτικά την ενάρετη μειονότητα.

Ερώτηση: Έχετε διδάξει στα καλύτερα πανεπιστήμια του εξωτερικού και η εμπειρία σας στο χώρο της Παιδείας είναι ουσιαστική. Θεωρείτε ότι οι κομματικές παρατάξεις και το άσυλο είναι χρήσιμα για την ανάδειξη- ανάπτυξη των ελληνικών πανεπιστημίων;

Απάντηση: Όχι βέβαια. Η διατήρησή τους είναι ακόμη ένα δείγμα της παραίτησης του Κράτους, της αναίρεσης της στοιχειώδους λογικής, της κατάλυσης του Νόμου. Πώς μπορεί το Υπουργείο να συζητά σοβαρά για την αξιολόγηση των διδασκόντων όταν ανέχεται καταστάσεις που αναιρούν την ουσία του πανεπιστημιακού θεσμού; Θα γίνονται δηλαδή οι αξιολογήσεις υπό την απειλή ασύδοτων κομματικών νεολαιών; Ή μήπως οι ξένοι Πανεπιστημιακοί θα καλούνται να συνεδριάζουν σε υπόγειες γιάφκες;

Ερώτηση: Πιστεύετε ότι η Ελληνική διασπορά έχει αναδειχθεί όπως θα έπρεπε; Το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού έχει λειτουργήσει θετικά στην ανάδειξη της ελληνικής ομογένειας; Ποίες είναι οι δικές σας προτάσεις για την ανάδειξή της;

Απάντηση: Το ελληνικό κράτος υπάρχει λιγότερο από δύο αιώνες. Οι καταβολές της ελληνικής Διασποράς χάνονται στην Ιστορία. Το Έθνος-Κράτος είναι ένας ιστορικός κυματισμός, η Διασπορά ένα βαθύ θαλάσσιο ρεύμα. Η λειτουργία της πρέπει, λοιπόν, να κριθεί στην μακρά διάρκεια. Χάρη στην ελληνική Διασπορά υφίσταται το ελληνικό κράτος. Η Διασπορά συνιστά την στρατηγική εφεδρεία η οποία του επιτρέπει να επιβιώνει παρά τις αστοχίες του. Αναμφίβολα η Διασπορά έχει αναδειχθεί, όμως οι επιτυχίες της δεν μπορούν να κριθούν με τα μυωπικά μέτρα του ελλαδοκεντρισμού.

Η ιδέα να συγκροτηθεί ένα συγκεντρωτικό σχήμα ελεγχόμενο από το Κράτος το οποίο να συντονίζει την ελληνική Διασπορά δείχνει πλήρη άγνοια των βασικών συμπερασμάτων της θεωρίας για τις Διασπορές, όπως έχει αναπτυχθεί τα τελευταία πενήντα έτη[3]


Οι Διασπορές ζούν και ακμάζουν, όταν λειτουργούν πολυκεντρικά και άναρχα. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχει επικρατήσει ο όρος chaordic, για να περιγράψει τον συνδυασμό χάους και τάξης που τις χαρακτηρίζει. Η χρήση της κρατικής επιρροής για να υποταγεί η Διασπορά στην ξένη γι αυτήν συγκεντρωτική του λογική είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για τον στραγγαλισμό της.

Κάθε διασπορική κοινότητα αποτελεί σύνθεση ανάμεσα στα ιδιαίτερα πολιτισμικά της στοιχεία και τα στοιχεία του τόπου διαμονής. Η πολιτισμική ιδιαιτερότητα προσδίδει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στα μέλη της, με προϋπόθεση όμως ότι είναι πλήρως ενσωματωμένα στην κοινωνία υποδοχής. Η επαγγελματική και κοινωνική επιτυχία στηρίζεται στον συνδυασμό των δύο στοιχείων. Αν επιβληθεί η ελλαδοκεντρική λογική, αποσταθεροποιείται η ένταξη στην κοινωνία υποδοχής. Αν τα παιδιά δεν έχουν αφομοιώσει πλήρως τα μηνύματα του ξένου σχολείου· αν ο πατέρας θεωρείται ότι λειτουργεί περίπου ως πράκτορας της ελληνικής κυβέρνησης (σύνδρομο της «πέμπτης φάλαγγας»)· αν η μητέρα δεν δικτυώνεται κοινωνικά έξω από την ελληνική κοινότητα, η αποτελεσματικότητα μειώνεται σημαντικά.

Χαρακτηριστικό δείγμα η εκπαιδευτική δραστηριότητα του ελληνικού κράτους στην Γερμανία, με συνέπεια τα παιδιά των Gastarbeiter να δυσκολεύονται να ενταχθούν λειτουργικά στην γερμανική οικονομία και κοινωνία, επειδή δεν φοίτησαν σε κανονικό γερμανικό σχολείο.

Καθώς ζει και εργάζεται σε μεγάλα πρωτοποριακά κοσμοπολιτικά κέντρα όπως η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο ή το Παρίσι, η Διασπορά γίνεται φορέας των νέων ιδεών και συμβάλλει στην ανανέωση της χώρας καταγωγής. Αντιθέτως, υπό την επίδραση του Κράτους, κινδυνεύει να εισαγάγει τον αθηνοκεντρικό επαρχιωτισμό στα μεγάλα διεθνή κέντρα.

Ο έλεγχος της Διασποράς από διοικητικές δομές που σχετίζονται με την Ελλάδα έχει επίσης ως συνέπεια την μεταφορά ελλαδο-ελληνικών πολιτικών αντιθέσεων, με αποτέλεσμα την διχόνοια και την διάσπαση. Στο Παρίσι, την δεκαετία του ‘90, οι κομματικές αντιπαραθέσεις οδήγησαν σε τέτοιες συγκρούσεις, ώστε παρενέβη η γαλλική δικαιοσύνη. Υπό τέτοιες συνθήκες, ποιά επίδραση μπορεί να έχει η ελληνική διασπορά στην χώρα υποδοχής;

Πρόκειται για λίγα ενδεικτικά στοιχεία που εικονογραφούν τον παραλογισμό της δημιουργίας του ΣΑΕ. Ένα ακόμη παράδειγμα από την ιστορία του Κυπριακού:

Το 1974 οι Ελληνοαμερικανοί, ενεργώντας ως Αμερικανοί πολίτες και επικαλούμενοι την αμερικανική νομοθεσία, επέτυχαν την άρση της αμερικανικής βοηθείας στην Τουρκία. Ο εγκέφαλος της αμερικανικής πολιτικής, ο Herni Kissinger, βρέθηκε άοπλος απέναντι στο απρόβλεπτο αυτό εμπόδιο: δεν νομιμοποιόταν να στραφεί εναντίον πολιτών της χώρας του, οι οποίοι ασκούσαν τα νόμιμα δικαιώματά τους. Αν υπήρχε τότε ένα ισχυρό ΣΑΕ ελεγχόμενο από την Αθήνα, ο Herni Kissinger θα πίεζε αρκούντως την ελληνική κυβέρνηση, ώστε να σταματήσει η κινητοποίηση.

Ευτυχώς το ΣΑΕ απέτυχε, σε μεγάλο βαθμό χάρη στην στάση του ιστορικού και μόνου νομιμοποιημένου συνολικού θεσμού της Διασποράς, της Εκκλησίας. Όμως οι προσπάθειες να επιβληθεί προκάλεσαν διαιρέσεις και ζημίες. Η εμπειρία δείχνει ότι όσο λιγότερο αναμειγνύεται το ελληνικό κράτος στα θέματα της Διασποράς τόσο το καλύτερο. Οι περί του αντιθέτου εισηγήσεις είναι συνήθως εκ του πονηρού.

Δεν σημαίνει αυτό ότι το ελληνικό κράτος δεν έχει ρόλο να διαδραματίσει στον Ελληνισμό της Διασποράς ή στην ελληνόφωνη Ορθοδοξία. Είναι μέλος της Διεθνούς (δηλαδή διακρατικής) Κοινότητας, επομένως διαθέτει σειρά από προνόμια και δικαιώματα. Πρέπει να τα θέτει στη διάθεση της Διασποράς και της Ορθοδοξίας όταν του το ζητούν οι ανεγνωρισμένοι εκπρόσωποι των δύο αυτών οντοτήτων. Με κανένα, όμως, τρόπο δεν πρέπει να επιδιώκει να τους υποκαταστήσει ή να υπαγορεύσει την λογική του εκτός των ορίων της επικρατείας.

Ερώτηση: Στην Αθήνα το πρόβλημα των μεταναστών έχει αναδειχθεί σε μείζον ζήτημα που απασχολεί τον κάθε πολίτη ξεχωριστά. Μπροστά από τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών έχουν στήσει τις σκηνές τους μετανάστες που ζητούν πολιτικό άσυλο και σε τακτά χρονικά διαστήματα συγκεντρώνονται οι μουσουλμάνοι για να εκπληρώσουν τα λατρευτικά τους καθήκοντα. Σε ποια άλλη χώρα της Ε.Ε. θα ήταν επιτρεπτό να συμβαίνει αυτό το φαινόμενο μπροστά στο “ναό” της γνώσης; Μήπως τελικά το άγχος να φανούμε προοδευτικοί ισοπέδωσε κανόνες ισορροπημένης λειτουργίας της πολιτείας μας;

Απάντηση: Ο ρόλος της ιστοριογραφίας στην εθνική ταυτότητα θεωρείται προφανής. Η επίδραση των εικαστικών τεχνών είναι λιγότερο γνωστή. Αυτό ίσως οφείλεται στο ότι η συζήτηση περί εθνικισμού διεξάγεται μεταξύ διανοουμένων και επιστημόνων οι οποίοι χρησιμοποιούν κυρίως το γλωσσικό εργαλείο. Όμως, ο περισσότερος κόσμος επικοινωνεί πολύ περισσότερο με τις αισθήσεις· κυρίως με την όραση. Έτσι εξηγείται η δύναμη της τηλεόρασης η οποία έχει εκτοπίσει τον γραπτό τύπο, καθώς το πεδίο της πολιτικής επεκτείνεται πέραν των «γραμματιζούμενων». Η πολιτική δύναμη της εικόνας εύκολα αναγνωρίζεται και στον προνεωτερικό κόσμο, εξ ου και η ένταση των συγκρούσεων για την χρήση των εικαστικών αντικειμένων (π.χ. Εικονομαχίες).

Το ιστορικό κέντρο της Αθήνας είναι το πιό απτό σύμβολο του ελληνικού εθνικισμού. Τα φαινόμενα που περιγράφετε, όπως και τα graffitis στα μάρμαρα της Tριλογίας κατά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008, ξεπερνούν κατά πολύ το θέμα της αδυναμίας στην αστυνόμευση των δημοσίων χώρων ή της δήθεν προοδευτικότητας. Αποκαλύπτουν την κρίση της εθνικής ταυτότητας και δηλώνουν απωθημένα αισθήματα εχθρότητας έναντι των νεοκλασσικών θεμελίων της. Αν δεν συνέβαινε αυτό, ούτε αστυνομία θα χρειαζόταν ούτε οι ψευδοπροοδευτισμοί θα επεβίωναν. Οι ίδιοι οι Αθηναίοι θα προάσπιζαν, ειρηνικά και αποτελεσματικά, τα αγαπημένα τους σύμβολα από τον εξευτελισμό και την κακοποίηση.

Η κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών, η συστηματική αμφισβήτηση της Εκκλησίας και η προσβολή των αρχιτεκτονικών συμβόλων της εθνικής πρωτεύουσας απορρέουν από την ίδια αμφιθυμία ως προς ό,τι εθνικό. Πρόκειται όμως για αισθήματα τα οποία δεν έχουν εκφραστεί ρητά. Οι απλοί άνθρωποι δεν έχουν τα νοητικά εργαλεία για να το πράξουν. Οι διανοούμενοι δεν το τολμούν. Έτσι, μόνη δυνατή έκφραση της αμφιθυμίας είναι η καταστροφή μέσα στην σύγχυση. Για να ξεπεραστούν τα προβλήματα αυτά χρειάζεται μια διαδικασία η οποία να εμπνέεται από τις μεθόδους της ψυχανάλυσης. Πρέπει τα αρνητικά αισθήματα να έλθουν στην επιφάνεια του συνειδητού, να εκλογικευθούν και να εκτονωθούν μέσα σε κλίμα ανοχής, κατανόησης και σεβασμού.

Η εθνική ηγεσία πρέπει να αναζητήσει την χρυσή τομή ανάμεσα στην παλαιά συστηματική καταστολή της πολιτισμικής διαφορετικότητας και την σημερινή άτακτη φυγή καθώς αντιμετωπίζει τις συνέπειες.

Ερώτηση: Στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη αναδείχθηκαν δύο Δήμαρχοι, από τους οποίους οι δημότες περιμένουν ριζικές αλλαγές της όψης αλλά της καθημερινότητας της πόλης τους. Πόσο εφικτό είναι αυτό; Ποίες θα ήταν οι δικές σας προτάσεις;

Απάντηση: Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε τα προβλήματα των πόλεων μέσα από την οπτική της Πολεοδομίας, δηλαδή την υλική διάσταση: υποδομές, κτίρια, υπηρεσίες, δημόσιοι χώροι κ.ο.κ. Όμως υπάρχει και η ψυχή της πόλης: οι μνήμες, συχνά ανταγωνιστικές, τα σύμβολα, οι ιδέες που γεννήθηκαν μέσα σ’αυτήν, οι εκφράσεις τέχνης και πολιτισμού, τα φαντάσματα. Η πόλη λειτουργεί αποτελεσματικά όταν την αγαπούν οι κάτοικοί της, δηλαδή όταν είναι σύμφωνοι με την ψυχή της. Τα προβλήματα ξεκινούν όταν υπάρχει διαζύγιο ανάμεσα στην υλική και την πνευματική πόλη.

Παλαιά οι γιατροί αγνοούσαν την ψυχή και προσπαθούσαν να θεραπεύσουν την ύλη, το σώμα. Κατόπιν κατενόησαν ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ των δύο. Ο ιατρικός όρος «ψυχοσωματικό» εφαρμόζεται και στην πόλη. Η Πολεοδομία βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προψυχοσωματικής ιατρικής. Δεν είναι περίεργο ότι συχνά αποτυγχάνει.

Άραγε έχουν συναίσθηση οι δύο νέοι Δήμαρχοι της ψυχοσωματικής πραγματικότητας της πόλης; Αν ναι, τι μέσα διαθέτουν για να συμφιλιώσουν την πόλη με τους κατοίκους; Μια τέτοια κίνηση εγγράφεται στην Δημαρχία του Δημήτρη Αβραμόπουλου, όταν επανέφερε στην Πρωτεύουσα το ιστορικό της όνομα «Αθήναι». Η παρέμβαση στην συμβολική μπορεί να έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, βοηθώντας να ξεπεραστούν προβλήματα που εμφανίζονται ανυπέρβλητα.


[1] «Unalterable and eternal Truth remains like the Kingdom of Heaven, an eschatological hope. Mythistory is what we actually have –a useful instrument for piloting human groups in their encounters with one another and with the natural environment».William H. McNeill, Mythistory and other essays, The University of Chicago Press, Chicago and London, p. 21-22


[2] «…the feed-back between myth and action proceeds smoothly and effectively only when destruction and reconstruction of agreed-upon general statements about the world remain more or less in balance. Discrediting old myths without finding new ones to replace them erodes the basis for common action that once bound those who believed into a public body, capable of acting together». William H. McNeill, Mythistory and other essays, The University of Chicago Press, Chicago and London, p. 25

[3] Η καλύτερη σύνθεση είναι αναμφίβολα : Gabriel Sheffer,Diaspora Politics. At home abroad, Cambridge University Press, Νέα Υόρκη, 2003. Ο Γεώργιος-Στυλιανός Πρεβελάκης (Georges Prévélakis) είναι Τακτικός Καθηγητής Πολιτικής και Πολιτισμικής Γεωγραφίας στη Σορβόννη (Paris 1) και στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών στο Παρίσι (INALCO). Ειδικεύεται σε θέματα Γεωπολιτικής της Ευρώπης, των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, όπως επίσης και στη Γεωπολιτική των Πόλεων και στη Γεωπολιτική των Διασπορών. Είναι συνδιευθυντής του επιστημονικού περιοδικού Anatoli (CNRS Editions) και τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας Εστία. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στην Αθήνα και ειδικεύτηκε στην Χωροταξία και στην Γεωγραφία στο Παρίσι. Μετά τις σπουδές του απασχολήθηκε ως Πολεοδόμος και ως Πανεπιστημιακός στην Ελλάδα, από όπου απεχώρησε το 1984. Έχει εργαστεί ως Καθηγητής ή Ερευνητής στο ΕΜΠ, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών στο Παρίσι (Sciences Po), στο Johns Hopkins Univesity, στο Boston University και στο London School of Economics. Χρημάτισε επίσης επί διετία Καθηγητής της Έδρας Κωνσταντίνου Καραμανλή (Fletcher School ) στο Πανεπιστήμιο Tufts. Τα κυριότερα έργα του είναι : Les Balkans, cultures et géopolitique, Παρίσι, 1994, Les réseaux des diasporas, Παρίσι, 1996, Athènes: urbanisme, culture et politique, Παρίσι, 2000 , Géopolitique de la Grèce, Βρυξέλλες, 2005, Pour une nouvelle Entente balkanique, Παρίσι 2010. Μεταφράσεις των βιβλίων αυτών έχουν εκδοθεί στα ελληνικά, στα ιταλικά, στα ουγγρικά και στα ρουμανικά.


Πηγή   udemand.wordpress.com

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου