Η
νομοθεσία προβλέπει την αναγκαστική πρόσληψη ή τοποθέτηση σε
ιδιωτικές επιχειρήσεις, τόσο των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, όσο
και των τέκνων τους.
Η αναγκαστική τοποθέτηση των παιδιών πλέον (αφού οι
γονείς έχουν εκλείψει) των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης στις
μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις γίνεται σε ποσοστό ανάλογα με το συνολικό
αριθμό των εργαζομένων της κάθε επιχείρησης. Ακόμη, προβλέπεται η
αναγκαστική τοποθέτηση των παιδιών των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης
στο Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Ιδιωτική επιχείρηση στην οποία είχε τοποθετηθεί από τον ΟΑΕΔ αναγκαστικά υπάλληλος ως τέκνο αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης προσέφυγε στα Δικαστήρια οποτε τέθηκε προδικαστικό ερώτημα (σύμφωνα με το νόμο 3900/2010) στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Οι σύμβουλοι Επικρατείας στην υπ΄ αριθμ. 1470/2016 απόφασή τους, αναφέρουν αρχικά ότι η λαμβανόμενη μέριμνα για τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, έχει σκοπό «να αντισταθμίσει την εξ ορισμού μειονεκτική θέση, στην οποία περιήλθαν ή ευρίσκονται τα πρόσωπα αυτά στο πλαίσιο της συνεισφοράς τους προς την πατρίδα» και στο πλαίσιο αυτό μπορεί να παρέχονται προς αυτούς διευκολύνσεις. Όμως οι διατάξεις εκείνες του νόμου 2643/1998 που προβλέπουν την αναγκαστική πρόσληψη ή τοποθέτηση σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, τόσο των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, όσο και των τέκνων τους, οδηγούν στην εισαγωγή υπέρ των συγκεκριμένων προσώπων προνομίου, «το οποίο πλήττει τόσο την αρχή της ισότητας μεταξύ των ελλήνων πολιτών, όσο και την οικονομική ελευθερία, δεδομένου ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 21 παρ. 2 του Συντάγματος, υπό τις οποίες θα καθίστατο θεμιτή η ανωτέρω ευμενής μεταχείριση». Και αυτό, συνεχίζει η Ολομέλεια του ΣτΕ, γιατί «ως κριτήριο θεσπίζεται η απλή, - χωρίς καμία ειδικότερη προϋπόθεση είτε ιδιαίτερης συμβολής είτε, συνεπεία της συμμετοχής στην Εθνική Αντίσταση, συνδρομής οποιασδήποτε μορφής αναπηρίας ή ανικανότητας του ενδιαφερομένου-, ιδιότητα του αγωνιστή της εθνικής αντίστασης, η οποία μάλιστα συνάπτεται με λίαν παρωχημένες καταστάσεις (απώτατο χρονικό σημείο λήξεως της εθνικής αντίστασης 28.5.1945), με βάση το χρόνο θέσπισης του ν. 2643/1998». Κατά συνέπεια «η μη δικαιολογημένη ευμενής μεταχείριση, συντρέχει πολλώ μάλλον επί ατόμου που έχει μόνο την ιδιότητα του τέκνου αγωνιστή εθνικής αντίστασης, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται ούτε άμεση σύνδεση του ιδίου του δικαιούχου με την εθνική αντίσταση». Επομένως, κατέληξαν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ΄ του ν.2643/1998, καθ’ ο μέρος με αυτές ορίζεται ότι στις διατάξεις του νόμου αυτού υπάγονται «όσοι έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση, κατά την έννοια του ν. 1285/1982 και τα τέκνα τους» αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος».
Επειδή ο Άρειος Πάγος με την υπ΄ αριθμ. 1643/2012 απόφασή του έχει κρίνει τα αντίθετα, το όλο θέμα παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο για οριστική κρίση.
Ιδιωτική επιχείρηση στην οποία είχε τοποθετηθεί από τον ΟΑΕΔ αναγκαστικά υπάλληλος ως τέκνο αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης προσέφυγε στα Δικαστήρια οποτε τέθηκε προδικαστικό ερώτημα (σύμφωνα με το νόμο 3900/2010) στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Οι σύμβουλοι Επικρατείας στην υπ΄ αριθμ. 1470/2016 απόφασή τους, αναφέρουν αρχικά ότι η λαμβανόμενη μέριμνα για τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, έχει σκοπό «να αντισταθμίσει την εξ ορισμού μειονεκτική θέση, στην οποία περιήλθαν ή ευρίσκονται τα πρόσωπα αυτά στο πλαίσιο της συνεισφοράς τους προς την πατρίδα» και στο πλαίσιο αυτό μπορεί να παρέχονται προς αυτούς διευκολύνσεις. Όμως οι διατάξεις εκείνες του νόμου 2643/1998 που προβλέπουν την αναγκαστική πρόσληψη ή τοποθέτηση σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, τόσο των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, όσο και των τέκνων τους, οδηγούν στην εισαγωγή υπέρ των συγκεκριμένων προσώπων προνομίου, «το οποίο πλήττει τόσο την αρχή της ισότητας μεταξύ των ελλήνων πολιτών, όσο και την οικονομική ελευθερία, δεδομένου ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 21 παρ. 2 του Συντάγματος, υπό τις οποίες θα καθίστατο θεμιτή η ανωτέρω ευμενής μεταχείριση». Και αυτό, συνεχίζει η Ολομέλεια του ΣτΕ, γιατί «ως κριτήριο θεσπίζεται η απλή, - χωρίς καμία ειδικότερη προϋπόθεση είτε ιδιαίτερης συμβολής είτε, συνεπεία της συμμετοχής στην Εθνική Αντίσταση, συνδρομής οποιασδήποτε μορφής αναπηρίας ή ανικανότητας του ενδιαφερομένου-, ιδιότητα του αγωνιστή της εθνικής αντίστασης, η οποία μάλιστα συνάπτεται με λίαν παρωχημένες καταστάσεις (απώτατο χρονικό σημείο λήξεως της εθνικής αντίστασης 28.5.1945), με βάση το χρόνο θέσπισης του ν. 2643/1998». Κατά συνέπεια «η μη δικαιολογημένη ευμενής μεταχείριση, συντρέχει πολλώ μάλλον επί ατόμου που έχει μόνο την ιδιότητα του τέκνου αγωνιστή εθνικής αντίστασης, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται ούτε άμεση σύνδεση του ιδίου του δικαιούχου με την εθνική αντίσταση». Επομένως, κατέληξαν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ΄ του ν.2643/1998, καθ’ ο μέρος με αυτές ορίζεται ότι στις διατάξεις του νόμου αυτού υπάγονται «όσοι έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση, κατά την έννοια του ν. 1285/1982 και τα τέκνα τους» αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος».
Επειδή ο Άρειος Πάγος με την υπ΄ αριθμ. 1643/2012 απόφασή του έχει κρίνει τα αντίθετα, το όλο θέμα παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο για οριστική κρίση.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου